Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής γι’ αυτό που ακριβώς ήταν, δηλαδή μια εγκληματική νεοναζιστική οργάνωση, αποτελεί αναμφίβολα μια απόφαση που προσφέρει αναδρομική δικαιοσύνη για τα θύματα και ταυτόχρονα αποτελεί βαρύ χτύπημα σε αυτή την εκδοχή φασισμού. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο απαιτείται μια πολύ πιο βαθιά αναμέτρηση με τις διεργασίες και τους μηχανισμούς που διαμόρφωσαν το φαινόμενο αυτό.

Γιατί, όπως και να το δει κανείς, πολλά από τα ιδεολογικά στοιχεία, τις νοοτροπίες και τις πρακτικές τις οποίες εκπροσώπησε η Χρυσή Αυγή είναι ακόμη ενεργά στην κοινωνία μας. Σε όλες τις πραγματικές παραλλαγές της Ακροδεξιάς (ανεξαρτήτως τυπικού πολιτικού προσήμου) αλλά και σε όλες τις στιγμές της βαναυσότητας που συναντάμε στην καθημερινή ζωή. Σε όλα αυτά, δηλαδή, που μπορούν να τροφοδοτήσουν ξανά ένα ακροδεξιό ή ακόμη και φασιστικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία.

Γιατί όταν η επίσημη πολιτική επιμένει στη λογική των «φραγμών» και της «αποτροπής» σε σχέση με το Μεταναστευτικό και το Προσφυγικό ή παρουσιάζει ως λύση τις μαζικές απελάσεις ή τα κλειστά κέντρα κράτησης, τροφοδοτώντας αντίστοιχα σε τοπικό επίπεδο ακόμη πιο βάναυσες πρακτικές, η Ακροδεξιά βρίσκει χώρο. Γιατί όσο η ακροδεξιά, ρατσιστική και αντιμεταναστευτική ρητορική θεωρείται ακόμη αποδεκτή εντός κομμάτων του «συνταγματικού τόξου», όταν δεν σιγοντάρεται κιόλας για να μην υπάρχουν «απώλειες προς τα δεξιά», τότε θα ενισχύεται το ενδεχόμενο κάποιος να θελήσει να την εκπροσωπήσει αυτοτελώς.

Γιατί όταν ένα μείγμα νεοσυντηρητισμού, πατριδοκαπηλίας, αυταρχισμού, συχνά και παλαιάς κοπής αντικομμουνισμού, παρουσιάζεται αυτάρεσκα ως απλώς «σύγχρονη δεξιά ταυτότητα», διαμορφώνεται έδαφος για εκείνους που θα θελήσουν να το εκπροσωπήσουν πιο «δυναμικά».

Γιατί όσο δεν προσφέρεται σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα ένα θετικό όραμα διεξόδου από μια κρίση που φαντάζει χωρίς τέλος, με όρους αλληλεγγύης, συμμετοχής και συλλογικής προσπάθειας, ενάντια στη λογική (και την απελπισία) της ατομικής επιβίωσης, τόσο θα τροφοδοτείται η λογική του μίσους – για τον πιο κοντινό, αυτόν που έχει τα ίδια προβλήματα – που τελικά ενισχύει τον φασισμό.