Βαρώσιν


Κρίμας τα τόσα κάλλη σου τζι εμαυρογερημιάσαν

νεκατσιασμένοι Μάρτηες πιον πάνω σου ελουρκάσαν.

Πού έν’ τα πορτοκκάλλια σου, γοιον λίρες που κρεμμούνταν

τζι εκοτσινολοούσασιν οι κόφινοι πο’ ’ρκούνταν;

Σήμμερον εν θωρείς ψυσήν, καλάθιν να γεμώσει

μήτε Τουρκούν με Γρισκιανήν. Πότ’ εννά ξημερώσει;


Παύλου Λιασίδη, Άπαντα, τ. Β’, Κ.Ε.Ε.Κ., Λευκωσία 1997


νεκατσιασμένοι: άσχημοι, αηδιαστικοί, φοβισμένοι, τρομαγμένοι

ελουρκάσαν: πέρασαν με τη σειρά, μπήκαν σε γραμμή, συσσωρεύτηκαν

εκοτσινολοούσασιν: ήταν κατακόκκινοι


Ο Παύλος Λιασίδης (Λύση Αμμοχώστου 1901 – Λάρνακα 1985) ξεκίνησε ως ποιητάρης με ελάχιστη μόρφωση και εξελίχτηκε σε έναν από τους πλέον αξιόλογους εκπροσώπους της λαϊκής ιδιωματικής ποίησης της Κύπρου.

Έγραψε τους πρώτους στίχους του σε ηλικία επτά ετών, και πρώτη ποιητική συλλογή του ήταν τα «Τραγούδια του νησιού μου».

Στα ποιήματά του, όπου καθρεφτίζονται η φτωχολογιά και η εργατική τάξη του νησιού, εκφράζει με πηγαίο και άδολο λυρισμό λαϊκούς καημούς και εθνικά αιτήματα.

Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ποίησής του είναι η στράτευση στα ιδανικά της κοινωνικής ισότητας, της δικαιοσύνης και της εθνικής αποκατάστασης, μαζί με την πίστη στην έλευση ενός καλύτερου κόσμου, απελευθερωμένου από την άγνοια, τις προλήψεις και τα ποικίλα δεσμά του παρελθόντος.

Στο συγκεκριμένο διαλεκτικό ποίημά του, ο Λιασίδης θρηνεί για τη «νεκρή» περιοχή της Αμμοχώστου, της γενέτειράς του, αποδίδοντας με λαϊκό τρόπο, και από τη σκοπιά των απλών ανθρώπων, τις συνέπειες της διχοτόμησης του νησιού.