Την Τρίτη το βράδυ τρόμαξα. Οχι πως θα γινόταν στρατιωτική σύγκρουση, δεν πιστεύω ότι στον 21ο αιώνα μπορεί να υπάρξει κανονική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ. Ούτε βέβαια συμφωνώ πως αυτό που συνέβη είχε οποιαδήποτε σχέση με την κρίση των πυραύλων στην Κούβα, το 1962 – οι συντάκτες της Bild ήταν πάντα ευφάνταστοι και συνήθως ανιστόρητοι.

Το θερμό επεισόδιο όμως, ναι, το φοβήθηκα. Είτε από πρόθεση, για να υποχρεωθεί η Ελλάδα να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εφ’ όλης της ύλης, είτε από ατύχημα. Δεν θέλει και πολύ: αρκεί να αφήσεις τα γεγονότα να κλιμακωθούν ανεξέλεγκτα. Οταν μερικές δεκάδες πλοία των δύο πλευρών λαμβάνουν εντολή να κατευθυνθούν προς το ίδιο σημείο, μια λάθος κίνηση είναι αρκετή για να προκαλέσει ανάφλεξη.

Ο κίνδυνος γίνεται ακόμη μεγαλύτερος αν σκεφθεί κανείς ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε θέση ευθύνης δεν έχουν πάντα μια ενιαία γραμμή. Υπάρχει η θεωρία του ήπιου και του σκληρού που αλληλοσυμπληρώνονται: ο ένας υποστηρίζει τον διάλογο και ο άλλος λαδώνει τα κανόνια. Υπάρχει και η θεωρία του φιλελεύθερου και του εθνικιστή που αλληλοϋπονομεύονται: ο ένας θέλει να δώσει τα λεφτά στην οικονομία και ο άλλος στην αγορά οπλικών συστημάτων.

Η ανησυχία μου, λοιπόν, εκείνες τις κρίσιμες ώρες είχε ενταθεί από την αίσθηση ότι το «πάνω χέρι», τόσο στον επιχειρησιακό όσο και στον ενημερωτικό τομέα, δεν το είχαν οι άνθρωποι που υποστήριξαν την τριμερή της 13ης Ιουλίου στο Βερολίνο, αλλά εκείνοι που την κατήγγειλαν. Και οι ελπίδες μου δεν στηρίζονταν τόσο σε μια παρέμβαση των πιο ψύχραιμων, που τέτοιες ώρες παραμερίζουν, όσο σε μια πρωτοβουλία των εξωτερικών παρατηρητών.

Η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν μου είπε τίποτα – όχι επειδή αναφερόταν σε «disputed waters» (τι άλλο θα μπορούσε να λέει;), αλλά επειδή η σημερινή Αμερική δεν έχει καμιά σχέση μ’ εκείνη που παρενέβη στην κρίση των Ιμίων. Οταν έγιναν γνωστά όμως τα τηλεφωνήματα της Μέρκελ, ήξερα ότι τα δύσκολα είχαν περάσει. Οι σκληροί και των δύο πλευρών ήταν αναγκασμένοι να υποχωρήσουν.

Μπορώ να φανταστώ τι είπε η γερμανίδα καγκελάριος στον Μητσοτάκη: «Δείξε αυτοσυγκράτηση και θα πείσω τον Ερντογάν να κάνει πίσω». Μπορώ να φανταστώ τι είπε στον Ερντογάν: «Εχεις τα δίκια σου, αλλά η αλαζονεία είναι κακός σύμβουλος». Ακόμη πιο ενθαρρυντικό είναι ότι αυτή η μεσολάβηση έχει παρελθόν και θα έχει μέλλον. Οσο κι αν διαμαρτύρονται κάποιοι «κύκλοι», το Βερολίνο είναι αποφασισμένο να λάβει κι άλλες πρωτοβουλίες για τη συνέχιση του διαλόγου, την οικοδόμηση προοπτικών, την εξεύρεση λύσεων.

Οι εξελίξεις στο μέτωπο της Αγίας Σοφίας δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο. Ο δρόμος που έχει διαλέξει ο Ερντογάν ενδέχεται να είναι χωρίς επιστροφή. Αλλά τα περιθώρια δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί.