Πριν από 33 χρόνια κυκλοφορούσε ένα βιβλίο που προκάλεσε μια από τις πιο μεγάλες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους ερευνητές της ελληνικής αρχαιότητας. Το βιβλίο ήταν η «Μαύρη Αθηνά. Οι αφροασιατικές ρίζες του κλασικού πολιτισμού. Τόμος 1: Η κατασκευή της Αρχαίας Ελλάδας 1785-1985» και ο συγγραφέας ήταν ο Μάρτιν Μπερνάλ. Ο συγγραφέας, δεν προερχόταν από την Κλασική Αρχαιολογία και τις Κλασικές Σπουδές, αλλά ήταν σινολόγος.

Ωστόσο, το βιβλίο έδειχνε να είναι αποτέλεσμα εκτεταμένης συγκέντρωσης υλικού, κάτι που αποδείχτηκε όταν εκδόθηκαν οι δύο επόμενοι τόμοι που περιλάμβαναν την αρχαιολογική και τη γλωσσολογική τεκμηρίωση. Το βιβλίο παραδόξως δεν μεταφράστηκε ποτέ στα ελληνικά, παρότι συζητήθηκε εκτεταμένα, ενώ μεταφράστηκαν βιβλία που του ασκούσαν δριμεία κριτική.

Η βασική υπόθεση του Μπερνάλ ήταν η ακόλουθη. Για αιώνες θεωρείτο σχεδόν αυτονόητο ότι αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε αρχαιοελληνικό πολιτισμό ήταν αποτέλεσμα πολύ μεγάλων και καθοριστικών επιδράσεων από την Αίγυπτο, συνολικά την Αφρική αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (Φοίνικες κ.λπ.). Η αντίληψη αυτή για την προέλευση του αρχαίου πολιτισμού, που αποτυπωνόταν και σε μεγάλο μέρος της μυθολογίας, αποτελούσε για τον Μπερνάλ το «Αρχαίο μοντέλο».

Σε αυτό αντιπαραθέτει αυτό που ονομάζει «Αρειο μοντέλο», που δίνει έμφαση στην ινδοευρωπαϊκή καταγωγή και παρουσιάζει την εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού ως κάτι διακριτό από αφροασιατικές παραδόσεις στις οποίες παρέπεμπε το «Αρχαίο μοντέλο». Για τον Μπερνάλ η ανάδυση του «Αρειου μοντέλου» δεν ήταν άσχετη με τις εξελίξεις του 19ου αιώνα, την ανάδυση της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού, του αντισημιτισμού και την έμφαση σε μια αφήγηση που θα συνέδεε την Ευρώπη με μια «λευκή» Ελληνική Αρχαιότητα.

Αντιδράσεις

Το βιβλίο του Μπερνάλ προκάλεσε αίσθηση. Από τη μια αγκαλιάστηκε από όσες και όσους αναζητούσαν μια απο-αποικιακή οπτική, ενώ συναντήθηκε και με την προσπάθεια να τονιστεί η σημασία της αφρικανικής ιστορίας και πολιτισμού. Από την άλλη, μεγάλο μέρος των ειδικών στις Κλασικές Σπουδές θα αντιδράσουν έντονα, θεωρώντας ότι αυτή η «πολυπολιτισμική» και – κατά τη γνώμη τους – «αφροκεντρική» αντίληψη της ελληνικής αρχαιότητας υπονόμευε τη βαρύτητά της στην ιστορία του πολιτισμού.

Αλλωστε, είμαστε στη δεκαετία του 1990 και την κορύφωση των μεγάλων αντιπαραθέσεων στα αμερικανικά πανεπιστήμια ως προς την κεντρικότητα του «Δυτικού Κανόνα» στις ανθρωπιστικές σπουδές και την αναμέτρηση με την κληρονομιά του ρατσισμού και της αποικιοκρατίας στην ακαδημία, μια αντιπαράθεση που συνεχίζεται ακόμη και που εκφάνσεις της μπορούμε να δούμε σε ζητήματα όπως η συζήτηση για τα αγάλματα και τα μνημεία από το παρελθόν, της δουλείας και των φυλετικών διακρίσεων.

Το ίδιο το βιβλίο του Μπερνάλ σε ορισμένα σημεία του έδινε αφορμές για να δεχτεί επιθέσεις. Είχε μια τάση να διαβάζει τα μυθολογικά στοιχεία ως άμεσες ιστορικές αναφορές, ενώ κάποια από τα επιμέρους αρχαιολογικά δεδομένα θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Ομως, σε αρκετές από τις επιθέσεις εναντίον του ήταν εμφανής η υπεράσπιση μιας «καθαρής» ελληνικής αρχαιότητας, με πεπερασμένες επιδράσεις από άλλους πολιτισμούς και με εμφανή την πρόθεση να διατηρηθεί ένα ιστορικό και πολιτισμικό συνεχές ανάμεσα στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα και αυτό που θα λέγαμε φιλελεύθερη δημοκρατική κουλτούρα της Δύσης.

Ωστόσο, ο πυρήνας του βιβλίου και της έρευνας του Μπερνάλ έθετε κρίσιμα ερωτήματα για τη σχέση ανάμεσα σε ιστορία, αρχαιολογία, πολιτική και ιδεολογία. Δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς με τη βασική του υπόθεση εργασίας ότι όντως σε μια εποχή που διαμορφωνόταν η έννοια της «λευκής φυλής» και της υποτιθέμενης «ανωτερότητάς της», αυτό είχε επιπτώσεις και στον τρόπο με τον οποίο κατασκευαζόταν μια εκδοχή της Αρχαίας Ελλάδας που μπορούσε να συνάδει με αυτή την αποικιοκρατική οπτική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η προσπάθεια κατασκευής «εθνικού αφηγήματος» στο νεαρό νεοελληνικό κράτος θα υιοθετήσει μέρος αυτής της κατασκευασμένης εκδοχής «αρχαιότητας».

Στην πραγματικότητα και ανεξαρτήτως των όποιων αδυναμιών είχε το βιβλίο του Μπερνάλ, η επιστημονική έρευνα και η μελέτη των οικονομικών και πολιτιστικών αλληλεπιδράσεων σε μια ευρύτερη περιοχή του ελλαδικού χώρου, του Αιγαίου, των παραλίων της Μεσογείου, της σημερινής Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου, δείχνει τον τρόπο που οι μεγάλοι πολιτισμοί ήταν ακριβώς αποτελέσματα συναντήσεων, αποτελούσαν σταυροδρόμια, διαψεύδοντας μεταγενέστερους εθνικούς μύθους και ιστορικά διαμορφωμένες αντιλήψεις «εθνικής ιδιοσυστασίας». Και αυτό είναι σίγουρα μια αναγκαία και χειραφετητική διόρθωση όχι μόνο απέναντι στην υποταγή της ιστορικής και αρχαιολογικής έρευνας σε πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες αλλά και απέναντι στην επίμονη και διαβρωτική επίδραση του εθνικισμού σε πλήθος πλευρών της κοινωνικής ζωής.

Η ανύπαρκτη λευκότητα των μνημείων

Μεγάλο μέρος της αισθητικής πρόσληψης της ελληνικής αρχαιότητας στηρίχτηκε στην αντίληψη ενός πολιτισμού που χρησιμοποιούσε εκτεταμένα το λευκό χρώμα, ιδίως ως προς τα αρχιτεκτονικά μέλη και τον γλυπτό διάκοσμο. Βέβαια, αυτή η αντίληψη της κυριαρχίας του λευκού στηριζόταν σε μια παρανόηση. Στην αρχαιότητα ούτε τα αγάλματα ούτε πολλά αρχιτεκτονικά μέλη ήταν λευκά. Είχαν έντονα χρώματα, που απλώς με το πέρασμα των αιώνων ξεθώριασαν δίνοντας την εικόνα μιας πλασματικής λευκότητας.