Για τους περισσότερους κατά πάσαν πιθανότητα χρήστες της νέας ελληνικής γλώσσας, η απάντηση στο ερώτημα «συμπαρομαρτούντα ή συμπαραμαρτούντα;» θα ήταν ο δεύτερος τύπος, δηλαδή το συμπαραμαρτούντα.

Και τούτο, διότι αυτή είναι η μορφή με την οποία εμφανίζεται ως επί το πλείστον η συγκεκριμένη λόγια λέξη στο γραπτό και τον προφορικό λόγο σήμερα.

Πρόκειται, δυστυχώς, για μια ακόμη περίπτωση όπου το διαρκώς αναπαραγόμενο λάθος τείνει να επικρατήσει, κατ’ αναλογίαν προς το ανταπεξέρχομαι, τη χρήση τού διαρρέω ως μεταβατικού ρήματος, την κακοποίηση των επιρρημάτων απλά και άμεσα, που μας έχουν απασχολήσει σε παλαιότερα άρθρα της ενότητας του in.gr που είναι αφιερωμένη στη γλώσσα και τη λογοτεχνία.

Η ετυμολογική προσέγγιση της λέξης θα μας επιτρέψει, όπως πάντοτε, να αντιληφθούμε το σφάλμα και να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα.

Το συμπαρομαρτούντα είναι μετοχικός τύπος του ρήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας συμπαρομαρτώ, που σήμαινε συνοδεύω, συνακολουθώ, συμπαρακολουθώ, παρέπομαι, προκύπτω ως συνεπαγόμενο.

Το συμπαρομαρτώ (συμ-παρ-ομαρτώ) παράγεται από τη σύνθεση δύο προθέσεων (συν + παρά) και του ρήματος ομαρτώ (-έω), που σήμαινε περπατώ μαζί, συνοδεύω, συμβαδίζω, παρακολουθώ, συναντώ κάποιον κατά τη διάρκεια της μάχης ή τον καταδιώκω (εχθρική έννοια).

Το ομαρτώ, ομόρριζο της λέξης όμηρος, συντίθεται με τη σειρά του από το επίρρημα ομού (μαζί, συνάμα) και το ρήμα αρτώ (-άω, ιων. αρτέω), που σήμαινε κρεμώ κάτι από ένα άλλο πράγμα, προσδένω και ως παθητικό εξαρτώμαι από κάποιον.

Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι ο μετοχικός τύπος με -α- (συμπαραμαρτούντα) δεν ευσταθεί από ετυμολογικής απόψεως.

Στη νέα ελληνική γλώσσα η λέξη συμπαρομαρτούντα χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθούν τα συνοδευτικά, τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, όσα ακολουθούν ως συνέπειες, ως φυσικά επακόλουθα:

«Η κρίση και τα συμπαρομαρτούντα», «Η ηλικία και τα συμπαρομαρτούντα νοσήματα», «Η επιτροπεία, οι έλεγχοι, οι αξιολογήσεις και όλα τα συμπαρομαρτούντα», «Τα συμπαρομαρτούντα μιας αλόγιστης πολιτικής».