«Μου έτρεχαν στα καρναβάλια, μου σπρώχνονταν στα σουπερμάρκετ κι αν πάθουν κορωνοϊό θα οδύρονται και θα βρίζουν το κράτος!». «Για το καρναβάλι, Σμαράγδα μου, έχεις χίλια δίκια. Τον πανικό όμως του σουπερμάρκετ τον δικαιολογώ. Αρχέγονο ένστικτο να εξασφαλίζεις τροφή». «Φοβάσαι, άνθρωπέ μου, μην πεινάσεις;

Τι το ‘χεις το Ιντερνετ; Για να κουτσομπολεύεις μονάχα και να ρητορεύεις στο Φέισμπουκ; Μπες και παράγγειλε διαδικτυακώς – εδώ εγώ, στην ηλικία μου, έχω μάθει να το κάνω! Ή τηλεφώνα στο μπακάλικο της γειτονιάς σου και ζήτα να σ’ τα φέρουν στο σπίτι. Πες να σου τα αφήσουν έξω από την πόρτα, βάλε και τα λεφτά κάτω από το χαλάκι… Αλλά πού; Οι γεροντομπεμπέκες και οι κρονόληροι, η κλάση μου, άλλη απόλαυση δεν έχουν από το να συνωστίζονται όπου είναι πιθανότερο να κολλήσουν αρρώστια. Σε λεωφορεία, καφενεία, μνημόσυνα… Τους κοιτάω να πολιορκούν απ’ τα χαράματα την απέναντι τράπεζα. Τις δεκαοχτούρες μού θυμίζουν, που μαζεύονται στο μπαλκόνι μου…».

Θεία και νονά μου η Σμαράγδα (αλλάζω το όνομά της καθότι αντιπαθεί κάθε υπόνοια δημοσιότητας), ξεχειλίζει από το φλέγμα όχι των ογδόντα τριών της χρόνων, μα της γεμάτης της ζωής. «Ωραία της Κυψέλης» την αποκαλούσαν στα 50s και στα 60s κι ετούτο δεν αποτελεί οικογενειακό μύθο – ακόμα συναντάω στη Φωκίωνος Νέγρη γέροντες που με ρωτούν εάν είμαι ανιψιός της, φωτίζεται το πρόσωπό τους, της στέλνουν φιλιά. Μέχρι τραγούδι τής είχε γράψει ο Γιώργος Οικονομίδης και το έλεγε στο Αλσος, «στο παιδικό παλάτι μου, εσύ ήσουν η Χιονάτη μου…». Γάμοι, μητρότητα, έρωτες και δουλειές, χαρές και αναποδιές και βαριά πένθη – ούτε για μία στιγμή δεν καταδέχθηκε όμως η Σμαράγδα να εκθέσει τις πληγές της σε ξένα βλέμματα συμπάθειας, «στον δρόμο βγαίνουμε για να μας καμαρώσουν, όχι για να μας λυπηθούν» αποφθεγμάτιζε.

Πριν από καμιά δεκαετία, η Σμαράγδα έπαψε να ανταποκρίνεται σε προσκλήσεις, έκοψε τις τσάρκες, αποσύρθηκε στο σπίτι της σε ένα παραθαλάσσιο προάστιο. Ο λόγος; «Χόρτασα. Ούτε οι παρέες πλέον με συγκινούν ούτε τα δημόσια θεάματα. Να αγναντεύω μου φτάνει τον Σαρωνικό, να διαβάζω και να χαζεύω κάπου κάπου τον έξω κόσμο από τις οθόνες της τηλεόρασης και του υπολογιστή. Οποιος θέλει πολύ να με δει, δέχομαι επισκέψεις καθ’ εκάστην από τις ένδεκα έως τη μία. Τα απογεύματα ηρεμώ…». Στην αρχή ανησυχήσαμε μην είχε πάθει κάποιας μορφής κατάθλιψη. Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για απολύτως φιλοσοφημένη απόφαση. «Ποτέ δεν πήγα κόντρα στον χρόνο. Ποτέ δεν άφησα τις επιθυμίες τής νιότης μου ανικανοποίητες ώστε να καταντήσουν μπαγιατεύοντας απωθημένα. Νιώθω απολύτως πλήρης, σύμφωνη με τον εαυτό μου».

«Δεκατέσσερις ημέρες απομόνωσης σε όποιον παρουσιάζει ύποπτα συμπτώματα. Κανονικά θα έπρεπε να μπούμε όλοι στην καραντίνα. Δεν φαντάζεσαι τι καλό θα μας έκανε! Και όχι επειδή θα κρατούσαμε τον κορωνοϊό μακριά μας…

Οι ερωτευμένοι θα λαχταρούσαν το ταίρι τους, το πάθος θα αναζωπυρωνόταν. Αυτοί που μουχλιάζουν σε σχέσεις και σε γάμους από σκέτη συνήθεια ή από ψυχολογική ανασφάλεια θα συνειδητοποιούσαν ότι μια χαρά τα περνάνε και μόνοι τους, θα χώριζαν και θα ξανάνιωναν. Οσοι τους ρουφάει η καθημερινότητα, οι χίλιες δυο μικροδουλειές, οι ασήμαντες ουσιαστικά διεκπεραιώσεις, θα έπαιρναν τη ζωή τους πίσω, να την κάνουν ό,τι θέλουν. Να πιάσουν το βιβλίο που σκονίζεται στο ράφι. Να μαγειρέψουν ένα φαγητό της προκοπής αντί να παραγγέλνουν διαρκώς σουβλάκια και πίτσες. Να βυθιστούν νωχελικά στην μπανιέρα. Να ενδοσκοπήσουν, να ανακαλύψουν ξανά τον εαυτό τους που έχει καταλήξει να ‘ναι ο μεγάλος άγνωστος!

Οι γονείς μικρών παιδιών θα περνούσαν – θέλοντας και μη – χρόνο άφθονο μαζί τους. Δεν θα τα περιέφεραν απ’ τα σχολεία στα φροντιστήρια κι έπειτα στα μπαλέτα και στα τάε κβον ντο σαν αυτοκινητάκια που τα πας από πάρκινγκ σε πάρκινγκ. Εάν μάλιστα υποχρεώνονταν από το υπουργείο Παιδείας να επιβλέπουν την κατ’ οίκον – μέσω τηλεοράσεως – διδασκαλία, τότε θα καταλάβαιναν πόσο φτουράει ο κάθε κανακάρης και η κάθε μοσχοθυγατέρα τους…

Οι έφηβοι θα χειραφετούνταν στην ώρα τους, δεν θα έφταναν στα τριάντα, στα τριάντα πέντε, με τη μαμά να τους μπουκώνει και τον μπαμπά να τους χαρτζιλικώνει ή αντιστρόφως.

Το κράτος και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις θα αντιλαμβάνονταν πόσους χρειάζονται για να λειτουργήσουν εύρυθμα και ποιων η παρουσία είναι είτε διακοσμητική είτε σκέτο βάρος. «Λείψατε από το γραφείο; Ούτε που το πήραμε χαμπάρι. Ιδού μια άδεια επ’ αόριστον. Και καλή τύχη!».

Φτάνουν, θα με ρωτήσεις, δύο εβδομάδες καραντίνα για να συμβούν τόσα θαύματα; Φτάνουν και περισσεύουν. Ο άνθρωπος είναι βατράχι, όχι μυρμήγκι. Δεν σκαρφαλώνει, προχωράει με άλματα. Αρκεί ένα δυνατό χαστούκι, ένα σοκ, για να σαλτάρει από τον βούρκο στο ψηλότερο κλαδί…».

Αυτά είπε η Σμαράγδα.