Η έννοια της «ανομίας» αποτελεί έναν από εκείνους τους «κοινούς τόπους» που αναπαράγονται διαρκώς στη δημόσια σφαίρα, τις περισσότερες φορές χωρίς κάποια προσπάθεια να συνοδευτούν από κάποιο σημασιολογικό περιεχόμενο, πέραν μιας υποχρεωτικής «εικονογράφησης» που απαραιτήτως περιλαμβάνει «επεισόδια» και Εξάρχεια. Και όμως η συστηματική επίκληση αυτής της επί της ουσίας απροσδιόριστης έννοιας, που μικρή σχέση έχει με πραγματικά προβλήματα ασφάλειας των πολιτών, όχι μόνο θεωρείται αυτονόητη αλλά και επαρκής για να αποτελεί καθοδηγητικό νήμα για την άσκηση πολιτικής.

Γιατί το συμπέρασμα είναι σχεδόν υποχρεωτικό: εάν υπάρχουν «εστίες ανομίας», τότε αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν με καταστολή.

Τι γίνεται, όμως, όταν αποδεικνύεται ότι στο όνομα της αντιμετώπισης της «ανομίας» η αστυνομία εισβάλλει σε έναν πανεπιστημιακό χώρο ένα πρωί Κυριακής και χωρίς να τελείται εκείνη την ώρα κάποιο αδίκημα, κάνοντας έρευνα σε χώρους παρατάξεων και επιδεικνύονται ως τρόπαια μερικά στειλιάρια και άδεια μπουκάλια που σε κανένα βαθμό δεν αποτελούν «γιάφκα»;

Πώς μπορεί να περιγραφεί η αντιμετώπιση με χημικά και νέα εισβολή της αστυνομίας σε πανεπιστημιακό χώρο μιας κινητοποίησης φοιτητών που διεκδίκησαν το αυτονόητο δικαίωμα να μπουν στη σχολή τους; Πώς ερμηνεύεται η επιλογή όλα αυτά να γίνουν λίγες μέρες πριν από την επέτειο μιας στιγμής ηρωισμού των φοιτητών και δολοφονικής βαναυσότητας του χουντικών ένοπλων δυνάμεων και της αστυνομίας που, ας μην το ξεχνάμε, πήρε τη μορφή εισβολής σε πανεπιστημιακό χώρο;

Το πολιτικό μάρκετινγκ μπορεί να αντιμετωπίζει τέτοιες επιδείξεις αυταρχισμού και τους συμβολισμούς που φέρουν, ως αναγκαία, αν και ομολογουμένως κυνική, προσπάθεια να αποσπαστεί συναίνεση από μια κοινωνία στην οποία προς το παρόν δεν προσφέρεται κάποια απτή υπόσχεση ευημερίας.

Μόνο που εάν δούμε την ουσία, τότε μόνο για αυταρχική διολίσθηση μπορούμε να μιλήσουμε και για κινήσεις που σε περιστολή και όχι προάσπιση δημοκρατικών δικαιωμάτων παραπέμπουν. Πάντως, εάν σκοπός ήταν η προληπτική πειθάρχηση, τα χαμόγελα αυτοπεποίθησης των φοιτητριών και των φοιτητών δείχνουν ότι η προσπάθεια υπήρξε ατελέσφορη.