Δεν είναι κακό να είναι κανείς ο εαυτός του – αντίθετα, λένε, οφείλουμε για το δικό μας καλό να μην κρύβουμε αυτό που είμαστε.

Ο κανόνας ισχύει ακόμη και για τις πιο αποκρουστικές εκδοχές του ανθρώπινου είδους. Ισχύει, ας πούμε, και στην περίπτωση του Νίκου Μιχαλολιάκου. Στην απολογία του στο δικαστήριο ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής ήταν ακριβώς αυτό. Ηταν, όπως όφειλε, ο εαυτός του. Αλλά η οφειλή δεν ήταν απέναντι στη συναισθηματική του ισορροπία, για την οποία δεν έχει και λόγο να ενδιαφέρεται κανένας. Ο Μιχαλολιάκος έπρεπε να είναι ο εαυτός του για να θυμίσει, πρώτα στους δικαστές του και έπειτα σε όλους τους υπόλοιπους, ποιος είναι. Ποιος ήταν και ποιος παραμένει.

Ωραία, αλλά άξιζε να περιμένει κανείς έξι ολόκληρα χρόνια για να θυμηθεί το πρόσωπο του τέρατος; Αξιζε να δει τον δολοφόνο του Παύλου Φύσσα να αποφυλακίζεται, τους αμετανόητους της οργάνωσης να προσβάλλουν χυδαία τη μητέρα του νεκρού, έναν νεοναζιστικό συρφετό να φωνάζει συνθήματα, αλλά και τα πρωτοπαλίκαρα να συρρικνώνονται απέναντι στον φόβο της τιμωρίας; Αξιζε να ακούει κανείς πως κανένας τους δεν άκουσε, να τους βλέπει να λένε πως τίποτε δεν είδαν;

Απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει, τουλάχιστον πριν βγει από τα χείλη της προέδρου η ετυμηγορία. Αλλά μπορεί να πει κανείς πως αν άξιζε κάτι ήταν ακριβώς αυτό: οι χρυσαυγίτες να είναι ο εαυτός τους, αλλά εκείνος ο κακομοίρικος, τρομαγμένος εαυτός που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να τη γλιτώσει. Οχι ο εαυτός της κτηνώδους συμπεριφοράς που προκαλεί η αίσθηση της παντοδυναμίας, αλλά ο άλλος. Εκείνος που τίποτε δεν είδε και τίποτε δεν άκουσε, ενώ όλοι ξέρουν πως είδε, άκουσε και – κυρίως – έκανε.

Στην απολογία του, ο Μιχαλολιάκος ακολούθησε την ίδια υπερασπιστική γραμμή – την υπερασπιστική γραμμή της σωτηρίας σε ένα πλοίο που βουλιάζει. Παραμένοντας όμως ο εαυτός του, ο Μιχαλολιάλος προσπάθησε να σωθεί με τον κυνικό τρόπο του Μιχαλολιάκου. «Η δολοφονία Φύσσα; Η ιστορία κάποιου που δολοφόνησε κάποιον». Τίποτε περισσότερο από αυτό, μια ιστορία ανώνυμων πρωταγωνιστών, μια ιστορία από τις ιστορίες του αστυνομικού δελτίου, κάπου στο Κερατσίνι, αλλά και τι σημασία έχει, για τον Μιχαλολιάκο δεν έχει καμία.

Ο Μιχαλολιάκος δεν θυμάται να έχει δει ούτε τον Ρουπακιά, τόσους οπαδούς έχει, πού να τους ξέρει όλους, δεν ξέρει τίποτε και για τα SMS μετά τη δολοφονία, τίποτε για την τοπική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Και ο ίδιος δεν είναι νεοναζιστής, ένας απλός εθνικιστής είναι κι αν χαιρετάει όπως χαιρετούσαν οι ναζί είναι επειδή… – μα δεν το ξέρατε; Ο χαιρετισμός αυτός είναι ελληνικός, λέει, για να αποδειχθεί πως κάτι τόσο αποκρουστικό μπορεί να είναι συγχρόνως τόσο παιδαριώδες.

Ο Μιχαλολιάκος αρνείται την ιδεολογία του, όπως την αρνήθηκαν όλοι οι χρυσαγίτες πριν από αυτόν στο εδώλιο του κατηγορουμένου – κάποιος δεν είπε ότι έντυνε ναζί το ανήλικο παιδί του «για πλάκα»; Αλλά είναι αυτή ακριβώς αυτή η άρνηση που δείχνει ότι ο Μιχαλολιάκος παρέμεινε όλα αυτά τα έξι χρόνια απελπιστικά ο εαυτός του. Είναι αυτή η θρασυδειλία που ανακυκλώθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου, που δεν ψέλλισε ούτε μισή συγγνώμη, που ενδιαφέρθηκε μόνο να σωθεί. Οπως κάθε δολοφόνος που, αφού τιμωρηθεί, του αξίζει μόνο να ξεχαστεί.