Εκείνο το απόγευμα έβρεχε. Ηταν φθινόπωρο, ο καιρός είχε αρχίσει να αλλάζει και οι κάτοικοι της Ουάσιγκτον έφευγαν από τις δουλειές τους. Η στάση του λεωφορείου βρισκόταν στη λεωφόρο Πενσιλβάνια, πιο κάτω από τον Λευκό Οίκο. Λίγοι είχαμε φροντίσει να πάρουμε ομπρέλα μαζί κι έτσι φθάνοντας στη στάση προσπαθήσαμε να βρούμε καταφύγιο κάτω από το στέγαστρο. Είχαμε μαζευτεί αρκετοί.

Ο άντρας που πλησίασε στη στάση είχε περίεργο ύφος και το χέρι στο σακίδιο. Ξαφνικά άρχισε να φωνάζει: Μόλις είχε βγει από τη φυλακή, δεν είχε τίποτα ενώ άλλοι που δεν άξιζαν είχαν, η κοινωνία στρεφόταν εναντίον του κι έτσι κι αυτός θα της ανταπέδιδε τα ίσα και θα βλέπαμε τι είναι ικανός να κάνει. Αισθανθήκαμε αμηχανία, οι περισσότεροι απέστρεψαν το βλέμμα για να μην τον προκαλέσουν, κάποιος πήγε να του πει κάτι να τον ηρεμήσει.

Το όπλο δεν το είδαμε εξ αρχής. Οταν όμως ύψωσε το χέρι που το κρατούσε και άρχισε να το κραδαίνει προς το μέρος μας παγώσαμε. Εκείνος συνέχισε το παραλήρημά του που ήταν προφανές ότι είχε ενισχυθεί από ουσίες κι εμείς ασυναίσθητα συμπτυχθήκαμε, μαζευτήκαμε ο ένας πιο κοντά στον άλλον, κάτω από εκείνο το στέγαστρο που μας προστάτευε από τη βροχή όχι όμως και από τον φόβο που διογκωνόταν σε κάθε του λέξη.

Φώναζε όλο και περισσότερο, κουνούσε όλο και πιο έντονα το χέρι με το πιστόλι, έκανε κύκλους γύρω μας, έκανε πως μας συνοδεύει, ήθελε να δει τις αντιδράσεις μας. Ο χρόνος είχε διασταλεί. Σκεφτόσουν: αυτό είναι το τέλος; Ετσι απλά; Η ζωή μου βρίσκεται στο δάχτυλο που ακουμπά τη σκανδάλη; Νόμιζα ότι μπορούσα να ακούσω τις καρδιές όλων να χτυπούν σαν τρελές, οι ανάσες ήταν κοφτές, η ζωή κρεμόταν σε μια κλωστή. Πέρασαν μερικοί αιώνες – έτσι μας φάνηκαν όσα ακολούθησαν μέχρι να έρθουν αστυνομικοί που είχαν ειδοποιηθεί και να καταφέρουν να τον αφοπλίσουν.

Αυτή η σκηνή και το ελάχιστο κενό μεταξύ ζωής και θανάτου μου έρχονται στο μυαλό κάθε φορά που σημειώνεται στις ΗΠΑ μαζική δολοφονία. Τα συναισθήματα ενός τρόμου που δεν μπορείς να αποφύγεις, το ξαφνικό τσουνάμι που σκάει πάνω σου την ώρα που το περιμένεις λιγότερο. Σε μια χώρα με 270 εκατομμύρια όπλα ξέρεις ότι σίγουρα κάποιος στο οπτικό σου πεδίο οπλοφορεί. Κι αν κάποτε οι μαζικές δολοφονίες ήταν αποκλειστικά αμερικανικό φαινόμενο, τώρα πια δεν είναι. Η ρητορική του μίσους γεννά διαρκώς νέους που θέλουν να αφαιρέσουν ζωές και να γίνουν σύμβολα μισαλλοδοξίας.

Δεν ξέρω αν σε κάποιους εκείνο το απόγευμα κάτω από το στέγαστρο πέρασε η ζωή μπροστά από τα μάτια σαν ταινία, ούτε τι σκεφτόταν ο καθένας – κάποια στιγμή άκουσα έναν κύριο λίγο πιο πίσω να ψιθυρίζει κάτι σαν προσευχή σε μια άγνωστη γλώσσα. Οταν μετά βρεθήκαμε στο αστυνομικό τμήμα για να καταθέσουμε, τον είδα να περιμένει ήρεμος τη σειρά του. Πιάσαμε κουβέντα και μ’ εντυπωσίασε η πεποίθησή του τότε – αρκετά χρόνια πριν – πως αυτά τα περιστατικά όλο και θα πληθαίνουν στη χώρα του, όπου η λεκτική και η σωματική βία υποδαυλίζεται διαρκώς και οι άνθρωποι έχουν χάσει το μέτρο και την επαφή με τον εαυτό τους και τη φύση. Θα μου πείτε τι ψιθυρίζατε, τον ρώτησα. Μια παλιά προσευχή των Απάτσι, απάντησε. «Μακάρι ο ήλιος να σου φέρει καινούργια ενέργεια μέσα στη μέρα. Μακάρι το φεγγάρι να σε επαναφέρει ήρεμα τη νύχτα. Μακάρι η βροχή να ξεπλύνει όλες σου τις έγνοιες. Μακάρι να περπατάς απαλά στον κόσμο και να μαθαίνεις την ομορφιά του μέρα με τη μέρα».