To ζήτημα που τίθεται δεν είναι πλέον γιατί ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός δεν βρήκαν τον δρόμο για τη Βιτόρια…

Το αγωνιώδες ζήτημα που μας ταλανίζει είναι εάν και πότε θα ξαναβρούν τον δρόμο προς την κάθε Βιτόρια, το κάθε Παρίσι, την κάθε Κολωνία, ακόμη και την κάθε Αθήνα, εάν κι εφόσον παίζει το ενδεχόμενο να ξαναγίνουμε (όπως το 1993, το 2000 και το 2007) ανάδοχοι του Φάιναλ Φορ…

Δυο χρόνια απουσίας δεν είναι πολλά, άλλωστε υπάρχουν χώρες που κουβαλάνε ένα μεγαλύτερο στερητικό σύνδρομο: δεν είναι πολλά τα δυο του Ολυμπιακού (μετά την παρουσία του το 2017 στην Κωνσταντινούπολη), αλλά αυξάνονται και πληθύνονται εκείνα της απουσίας του Παναθηναϊκού, που ξεροσταλιάζει από το 2012 και πέρα… Φέτος για δεύτερη φορά, μετά το 2016, οι Κόκκινοι έμειναν εκτός νυμφώνος των πλέι οφ, ενώ οι Πράσινοι αποκλείσθηκαν, όπως και πέρυσι από τη Ρεάλ Μαδρίτης και δεδομένου ότι η σειρά κατέληξε σε sweep, το ελληνικό μπάσκετ κατέγραψε αθροιστικά τη χειρότερη επίδοσή του στη σύγχρονη εποχή.

Δεν περισσεύουν πια τα λεφτά, όπως στο παρελθόν και σε συνδυασμό κιόλας με την υψηλή φορολόγηση η οποία υφίσταται στην Ελλάδα (σε αντίθεση με τη Ρωσία και την Τουρκία) ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός δεν μπορούν να εμφανιστούν πολύ ανταγωνιστικοί. Τα χαμηλωμένα μπάτζετ όμως δεν αποτελούν το άπαν της υπόθεσης και δεν δικαιολογούν εξ ολοκλήρου κιόλας την ύφεση…

Περισσότερο βαρύνουν οι άστοχες επιλογές ξένων παικτών, η αστάθεια στην απόδοση, η μη συγκροτημένη αγωνιστική φιλοσοφία, το γεγονός ότι κάποιες εμβληματικές και πρωταγωνιστικές φιγούρες κατέβηκαν από τη σκηνή ή βρίσκονται σε διαδικασία αντίστροφης μέτρησης.

Την ίδια στιγμή το ελληνικό μπάσκετ έχει να αντιμετωπίσει τα σοβαρά εσωτερικά προβλήματά του, με την υπόθεση του Ολυμπιακού, τη βεντέτα των Αιωνίων, τον τραγέλαφο του πρωταθλήματος, την αδυναμία εξεύρεσης μιας βιώσιμης λύσης ή ακόμη και της εφαρμογής ενός moratorium.

Μέσα σε αυτό το (αγγελοπουλικό) τοπίο στην ομίχλη, θολώνει ακόμη περισσότερο ο ορίζοντας προς τα Φάιναλ Φορ…