Στις 29 Οκτωβρίου 1912 ο βασιλιάς των Ελλήνων, Γεώργιος Α’, εισήλθε θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη, την επομένη της απελευθέρωσης της πόλης από τα ελληνικά στρατεύματα, στο πλαίσιο των στρατιωτικών επιχειρήσεων που διεξάγονταν κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου.

Λόγω της εξαιρετικά ρευστής κατάστασης σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο εκείνη την περίοδο, και προς εδραίωση της ελληνικής παρουσίας στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ο Γεώργιος έλαβε την απόφαση να εγκατασταθεί στην πόλη.

Στο μετέπειτα διάστημα ο βασιλιάς συνήθιζε, όπως έπραττε και στην Αθήνα, να κάνει σε καθημερινή βάση περιπάτους στην πόλη, χωρίς μάλιστα ισχυρή συνοδεία.

Τις απογευματινές ώρες της 5ης/18ης Μαρτίου 1913 ο βασιλιάς, συνοδεία του υπασπιστή του, ταγματάρχη Φραγκούδη, αναχώρησε από την κατοικία του, προκειμένου να πραγματοποιήσει εθιμοτυπική επίσκεψη στο γερμανικό πολεμικό σκάφος Goeben, που ναυλοχούσε στο λιμένα της Θεσσαλονίκης.

Κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδρομής, στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Όλγας και Αγίας Τριάδας, ο Αλέξανδρος Σχινάς πλησίασε το βασιλιά και τον πυροβόλησε μία φορά από μικρή απόσταση, επιφέροντας σε αυτόν καίριο πλήγμα.

Ο Γεώργιος μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο ιατρείο του Παπάφειου Ιδρύματος, αλλά το ιατρικό προσωπικό δεν μπόρεσε να του παράσχει καμία βοήθεια, καθώς ο βασιλιάς ήταν ήδη νεκρός.

Ο δράστης της δολοφονικής επίθεσης, ο Αλέξανδρος Σχινάς, συνελήφθη και μετήχθη στο Αστυνομικό Τμήμα Φαλήρου Θεσσαλονίκης.

Μετά τη δολοφονία του βασιλιά η Θεσσαλονίκη βυθίστηκε στο πένθος και τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής. Τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν και άρχισαν οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες από τις εκκλησίες.

Αφού εκτέθηκε επί μακρόν σε λαϊκό προσκύνημα, η σορός του Γεωργίου μεταφέρθηκε στον Πειραιά με τη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη», στην οποία επέβαιναν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας (ο μέχρι τότε διάδοχος Κωνσταντίνος είχε ήδη ορκιστεί ως νέος βασιλιάς των Ελλήνων, τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία του πατέρα του) και άλλοι αξιωματούχοι.

Στις 20 Μαρτίου/2 Απριλίου 1913 ο Γεώργιος κηδεύτηκε στην Αθήνα και ετάφη στο λόφο Παλιόκαστρο, στα ανάκτορα του Τατοΐου.

Λίγες εβδομάδες αργότερα ο κρατούμενος Αλέξανδρος Σχινάς «διέφυγε της προσοχής των χωροφυλάκων και ηυτοκτόνησε πεσών εκ του παραθύρου».