Όμως, πέραν της προαναφερθείσης ουσιώδους διαφοράς ανάμεσα στον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη, υπάρχει την ίδια στιγμή και ένα σημείο όπου ο πρώτος, ο φιλόσοφος τού γίγνεσθαι, προσεγγίζει τον δεύτερο, το στοχαστή του όντος.

Κι αυτό δεν είναι άλλο από την τόλμη και την αποφασιστικότητα με την οποία η σκέψη του, όπως και εκείνη του ελεάτη φιλοσόφου, διαπερνά την επιφάνεια του αισθητού κόσμου, υπερβαίνει τον κόσμο του αισθητά νοητού.

Ο Ηράκλειτος φανταζόταν τη μεταβολή των πραγμάτων ως μόνιμη αμοιβαία διάλυση των αντιθέσεων: της ημέρας και της νύχτας, του χειμώνα και του καλοκαιριού, του πολέμου και της ειρήνης, της χόρτασης και της πείνας. Πίσω από όλα αυτά, πάντα κατά την αντίληψη του εφεσίου φιλοσόφου, βρίσκεται μια τελική ενότητα, που τα περιέχει όλα.

Στην εμπειρία μας ο κόσμος παρουσιάζεται ως ένα σύνολο από εντάσεις, μέσα δε σε αυτόν βασιλεύει ο πόλεμος ως πατέρας και βασιλιάς όλων (πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς).

Όλες οι αντιθέσεις συνδέονται ταυτόχρονα σε μια σταθερή ενότητα, με το αόρατο συνταίριασμα να είναι ισχυρότερο από το φανερό (αρμονία αφανής φανερής κρείττων).

Το κατεξοχήν σύμβολο της σκέψης του Ηρακλείτου είναι το αντίτονο συνταίριασμα (παλίντροπος αρμονίη) του τόξου και της λύρας.

Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο φιλόσοφος τού γίγνεσθαι (Μέρος Α’)