Υποβολιμαία δημοσιεύματα, υποβολιμαίες φήμες, υποβολιμαίο σύγγραμμα, υποβολιμαία κρίση κ.ά. Είναι πιθανόν να έχετε ακούσει κάποια στιγμή το επίθετο υποβολιμαίος ή να το έχετε συναντήσει δίπλα σε συγκεκριμένα ουσιαστικά, προπάντων σε γραπτά κείμενα που έχουν συνταχθεί σε τυπικό ή λόγιο ύφος.

Όμως, είναι εξίσου πιθανόν να μη γνωρίζετε το ακριβές σημασιολογικό περιεχόμενο του επιθέτου ή να μην είστε βέβαιοι για τη σωστή γραφή του: υποβολιμαίος ή μήπως υποβολιμιαίος, όπως εμφανίζεται σε ουκ ολίγες περιπτώσεις;

Όπως πάντοτε, βάζοντας τα πράγματα σε μια σειρά θα καταφέρουμε να δώσουμε ξεκάθαρες απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα.

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το επίθετο υποβολιμαίος (-α, -ον), παράγωγο του ρήματος υποβάλλομαι και του ουσιαστικού υποβολή, δήλωνε τον νόθο, τον κίβδηλο, τον μη γνήσιο, αυτόν που τοποθετείται (υποβάλλεται) κρυφίως στη θέση του γνησίου προς αντικατάστασή του.

Στη νέα ελληνική γλώσσα το λόγιο επίθετο υποβολιμαίος (-α, -ο) σημαίνει αυτόν που υποβάλλεται σε κάποιον από άλλον ή γίνεται με υπόδειξη άλλου, κατά συνέπεια αυτόν που δεν προκύπτει ελεύθερα και ανεπηρέαστα (υποβολιμαία γνώμη, υποβολιμαία κρίση, υποβολιμαίες αναφορές, υποβολιμαίες θεωρίες).

Εξάλλου, στο δημοσιογραφικό λόγο απαντούν αρκετά συχνά τα υποβολιμαία δημοσιεύματα, οι υποβολιμαίες διαδόσεις ή φήμες, τα υποβολιμαία σχόλια, προκειμένου να καταστεί σαφές ότι κάτι υποβάλλεται ή εισάγεται με δόλιο τρόπο, στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων σκοπιμοτήτων.

Σπανιότερα, το υπό εξέταση επίθετο δηλώνει στη νεοελληνική γλώσσα κάτι το πλαστό ή νόθο, αυτό που έχει μπει στη θέση του γνησίου, αυτό που αποδίδεται σε κάποιον χωρίς στην πραγματικότητα να είναι έργο δικό του (π.χ., υποβολιμαίες επιστολές, υποβολιμαίο σύγγραμμα).

Σε ό,τι αφορά τώρα τον ενδεδειγμένο τρόπο γραφής του επιθέτου, η ορθή κατάληξη είναι -ιμαίος (υποβολή + -ιμαίος, υποβολιμαίος, όπως επιστολιμαίος, θνησιμαίος, κλοπιμαίος κ.τ.ό.) και όχι -ιμιαίος (υποβολή + -ιμιαίος, υποβολιμιαίος, όπως βαθμιαίος, εβδομαδιαίος, ωριαίος κ.τ.ό.).

Τέλος, χρειάζεται να επισημάνουμε ότι το επίθετο υποβολιμαίος δεν έχει καμία απολύτως σημασιολογική συγγένεια με το παρώνυμο (λέξη που μοιάζει φωνητικά) αποβολιμαίος, που παράγεται από το ρήμα αποβάλλομαι και σημαίνει αυτόν που πρέπει να αποβληθεί, να απορριφθεί ή να αφαιρεθεί (π.χ., αποβολιμαίες λέξεις ενός χειρογράφου, αποβολιμαίοι τύποι ή στοιχεία ενός κειμένου).