Προ διετίας η κυβέρνηση προσπαθούσε να πείσει τον τότε υπουργό Οικονομικών  της Γερμανίας κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να χαμηλώσει ο πήχης για τα πρωτογενή πλεονάσματα.  Ο Γερμανός πολιτικός επέμενε ότι ο στόχος πρέπει να μπει στο 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το 2022 γιατί πέραν όλων των άλλων τα υψηλά πλεονάσματα βοηθούν στην αποκλιμάκωση του χρέους και έτσι οι εταίροι δεν θα ήταν αναγκασμένοι να πάρουν ουσιαστικά μέτρα ελάφρυνσης του.

Ως γνωστόν πέρασε η «γραμμή» Σόιμπλε   την οποία πλέον έχει ασπαστεί και η ελληνική κυβέρνηση όπως προκύπτει  από το νέο Μεσοπρόθεσμο 2019–2022. Σε αυτό η Ελλάδα (χωρίς να την υποχρεώνουν οι δανειστές) δεσμεύεται για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% το 2021 και 5,2% το 2022.

Και μάλιστα σύμφωνα με την αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου τα πλεονάσματα – «μαμούθ» θα επιτευχθούν με αύξηση των εσόδων (φόροι και ασφαλιστικές εισφορές) κατά 4,77 δις ευρώ στην πενταετία καθώς οι δαπάνες θα παραμείνουν σχεδόν αμετάβλητες στο ίδιο διάστημα.

Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι ακόμη και αν τα έσοδα του 2022 ήταν 3,5 δις ευρώ χαμηλότερα θα μπορούσε να επιτευχθεί ο μνημονιακός στόχος για πλεόνασμα 3,5%.  Όμως αντί να μειώσει η κυβέρνηση την φορολογία , υπολογίζει ένα «δημοσιονομικό χώρο» 3,5 δις ευρώ προκειμένου να επιστρέψει στο μέλλον μέρος του υπερπλεονάσματος.

Να εισπράξει δηλαδή πρώτα τους φόρους να πετύχει τον στόχο που έχει θέσεις  και στην συνέχεια να έχει την δυνατότητα να υποσχεθεί ελαφρύνσεις.

Και αποτελεί αν μη τι άλλο παγκόσμια πρωτοτυπία να συμπιέζεις την οικονομία παίρνοντας 10 ευρώ από την τσέπη του φορολογούμενου για να του επιστρέψεις στην συνέχεια  τα τέσσερα.