Η εμμονή του ΔΝΤ να έλθει η μείωση του αφορολόγητου ένα χρόνο νωρίτερα (τον Ιανουάριο του 2019 αντί τον ίδιο μήνα του 2020) είναι για πολλούς ακατανόητη. Με δεδομένο ότι μέχρι στιγμής επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι.

Το δε σκεπτικό που ανέπτυξε ο Πολ Τόμσεν για την αναγκαιότητα να περικοπεί το αφορολόγητο όριο είναι σίγουρα αδιανόητο. Επί τοις ουσίας χαρακτήρισε την παρέμβαση διαρθρωτική αλλαγή η οποία συμβάλει στην διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

Δηλαδή για το υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ  η φορολογική βάση διευρύνεται αν πληρώσουν φόρο ακόμη και οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που αμείβονται με 500 ευρώ τον μήνα και  τους οποίους  μέχρι τώρα «καλύπτει» το αφορολόγητο.

Μισθωτοί και συνταξιούχοι που καλούνται να τα βγάλουν πέρα με πενιχρά εισοδήματα και επιβαρύνονται από τους αυξημένους συντελεστές των  εμμέσων φόρων (ΕΦΚ , ΦΠΑ) οι οποίοι δεν κάνουν διακρίσεις σε φτωχούς ή πλούσιους. Και όπως γίνεται αντιληπτό πλήττουν τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις.

Για να διευρυνθεί η φορολογική βάση οι αρχές θα έπρεπε να έχουν βρει τον τρόπο να περιορίσουν τον αριθμό  των φοροφυγάδων. Να πιάσουν τα μεγάλα αλλά και τα μικρότερα ψάρια. Γιατί δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου στο κέντρο της Αθήνας να δηλώνει 10.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα, λίγο υψηλότερο από αυτό που δηλώνει ένας υπάλληλος του.

Όμως δεν το έχουν καταφέρει. Αντί αυτού η κυβέρνηση για να κλείσει την δεύτερη αξιολόγηση είπε «ναι» στις εισηγήσεις των θεσμών και συρρίκνωσε το αφορολόγητο αγνοώντας ότι θα το πληρώσουν ακριβά οι πλέον αδύναμοι. Και τώρα εξαιτίας των πιέσεων του ΔΝΤ θα πληρώσει και αυτή το τίμημα που της αναλογεί.