Κάθε νέα μαμά και μη, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να ξέρει το μωρό ποιο είναι το σημείο από όπου το παιδί θα τραφεί και αν είναι τελικά το ένστικτο αυτό που καθοδηγεί το βρέφος στη θηλή της μητέρας του.

Μία πρόσφατη ιταλική έρευνα, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Acta Paediatrica, έρχεται να ‘ρίξει φως’ στην υπόθεση, έπειτα από μελέτη που έγινε σε 40 περίπου γυναίκες οι οποίες γέννησαν τον ίδιο μήνα σε νοσοκομείο, κυοφορούσαν ένα μωρό χωρίς δυσκολίες στην εγκυμοσύνη και σκόπευαν να θηλάσουν.

Η λέξη κλειδί είναι η διαφορά θερμοκρασίας. Η περιοχή της θηλής έχει λίγο υψηλότερη θερμοκρασία και αυτό εξηγεί το γιατί τα μωρά, λεπτά αφότου γεννιούνται, σέρνουν τον εαυτό τους προς εκείνο το σημείο.

Σύμφωνα με τη διαδικασία της μελέτης, οι γυναίκες εξετάστηκαν (ως προς τη θερμοκρασία) 6 ώρες πριν τον τοκετό, μετά τον τοκετό αλλά και τις δύο επόμενες μέρες. Επίσης, φρόντισαν να πάρουν και τη θερμοκρασία των χειλιών και του μετώπου των νεογέννητων. Το επόμενο βήμα ήταν να κρατήσουν το μωρό στην αγκαλιά τους αμέσως μετά τον τοκετό και να περιμένουν με τη βοήθεια μίας μαίας.

Οι έρευνες έδειξαν ότι η περιοχή της θηλής σταδιακά αυξανόταν σε σχέση με το υπόλοιπο στήθος. Από 0,2 βαθμούς Κελσίου πριν τον τοκετό, σε 0,5 και 0,6 βαθμούς Κελσίου διαφορά την πρώτη και δεύτερη μέρα αντίστοιχα. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τα χείλη των μωρών που ήταν 1,2 βαθμούς Κελσίου πιο κρύα από το μέτωπό τους την πρώτη μέρα και 1,8 βαθμούς τη δεύτερη. Συνεπώς, υπήρχε μία διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ των δύο καίριων περιοχών που δημιουργούσε μία ‘θερμική γέφυρα’ μεταξύ μαμάς και μωρού.

Άλλο ένα στοιχείο που έρχεται να προστεθεί από προηγούμενη έρευνα είναι οι μυρωδιές που απελευθερώνονται από ένα στήθος που θηλάζει και που η ζεστή θερμοκρασία τις κάνει πιο έντονες στα αισθητήρια όργανα του μωρού.