Τα τελευταία χρόνια συνηθίσαμε να ζούμε με τα υπερμεγέθη πρωτογενή πλεονάσματα . Συνηθίσαμε , τρόπος του λέγειν, μιας και τα έχουμε πληρώσει… πανάκριβα.

Είναι δε εντυπωσιακό πως από το 2015 και μετά οι δημοσιονομικές επιδόσεις είναι πάντοτε υψηλότερες από τις απαιτήσεις των δανειστών.

Ρίχνοντας μία ματιά στα αναλυτικά στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την πορεία των μεγεθών της Γενικής Κυβέρνησης (αναρτήθηκαν το απόγευμα της Μεγάλης Τρίτης) αντιλαμβάνεται κανείς  το  πως βγαίνουν τα πλεονάσματα.

Τα έσοδα από φόρους στο διάστημα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2018 έφθασαν τα 8,052  δις ευρώ από 6,571 δις ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2015. Καταγράφεται δηλαδή μία αύξηση της τάξης των 1,481 δις ευρώ, για σύγκριση ενός  διαστήματος μόλις δύο μηνών.

Από ασφαλιστικές εισφορές εισπράχθηκαν εφέτος 3,766 δις ευρώ έναντι 2,975  πριν από τρία χρόνια. Προκύπτει αύξηση κατά 791 εκατ. ευρώ. Με τα συνολικά πρόσθετα βάρη από φόρους και εισφορές να ξεπερνούν τα 2,27  δις ευρώ.

Η υπέρμετρη επιβάρυνση φυσικών και νομικών προσώπων μπορεί να δίνει τεράστια πλεονάσματα αλλά ταυτόχρονα αυξάνει τις στρατιές των οφειλετών της Εφορίας και των Ταμείων. Δεν είναι τυχαίο ότι μήνας μπαίνει , μήνας βγαίνει τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο αυξάνονται κατά 1 δις ευρώ περίπου. Και ακόμη είμαστε στην αρχή . Γιατί  βάσει της συμφωνίας κυβέρνησης – δανειστών υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να έχουμε μέχρι το 2022. Όρεξη (και εισοδήματα) να έχουμε να πληρώνουμε.