Πριν από όλα, μια γυναίκα ώριμη, συντηρητικών αρχών, παντρεμένη, με δύο παιδιά. Κι έπειτα, ένας ανέμελος φοιτητής. Η ερωτική τους ιστορία μπλέκεται σε ένα βαγόνι του ηλεκτρικού, με σταθμούς το Μοναστηράκι, σημείο επιβίβασης εκείνης, και τον Αγιο Νικόλαο, όπου εκείνος διατηρεί μια γκαρσονιερούλα.

Σύμφωνα με τα Νέα είναι μια ιστορία με συνηθισμένους ήρωες, που εν μέσω μιας χαοτικής Αθήνας τολμούν να κυνηγήσουν για λίγο τις επιθυμίες τους. Και είναι μια ιστορία που η σκηνοθέτρια Εφη Θεοδώρου πρωτοδιάβασε πέρυσι, για τις ανάγκες μιας δράσης του Εθνικού με αναγνώσεις σε δημόσιους χώρους. Ηταν ένα τεστ θεατρικότητας της «Κυρίας Κούλας» του Μένη Κουμανταρέα, με αποτέλεσμα τόσο θετικό, ώστε να γονιμοποιήσει μια παράσταση. Δεν λειτούργησε ωστόσο ως εκλεκτή πρώτη ύλη μόνο η διαχρονική περιπέτεια του έρωτα ή το αδιέξοδο μιας εφοριακού και ενός σπουδαστή που ζουν για λίγο στη χώρα του ονείρου. «Η γραφή του Κουμανταρέα αποδίδει με αριστοτεχνικό τρόπο τις φωτοσκιάσεις του, αποτυπώνοντας όλα τα στάδια, από την πρώτη συνάντηση μέχρι τον αποχωρισμό, παίζοντας με τους όρους του ρεαλισμού και ανατρέποντάς τους» λέει στο «Νσυν» η Θεοδώρου. «Παρέχει έτσι πολύ χρήσιμο υλικό για τη σκηνική προσαρμογή του έργου».

ΟΙ ΠΡΟΚΑΤΟΧΟΙ. Στον ρόλο της Κούλας, η Μαρία Ζορμπά. Στον ρόλο του 20χρονου Μίμη, ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος. Τηλεοπτικοί προκάτοχοί τους, η Βέρα Ζαβιτσιάνου και ο Φίλιππος Σοφιανός, από την ομώνυμη τηλεταινία του 1983 σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου, για λογαριασμό της ΕΡΤ. Θεατρικοί, η Λυδία Κονιόρδου και ο Γιώργος Φριντζήλας, σε μια παράσταση του Νίκου Μαστοράκη, στο Θέατρο Τέχνης το 2010. Αρκετά όμως με το παρελθόν: η εναλλαγή πρώτου και τρίτου ενικού προσώπου στο πρωτότυπο οδήγησε την παράσταση της Θεοδώρου στην εναλλαγή της αφήγησης και της δράσης που αναλαμβάνουν οι δύο ηθοποιοί, «δίνοντας μια αίσθηση του πολύ πραγματικού και αποστασιοποιημένου ταυτόχρονα». Εξίσου ενδιαφέρουσα η ζωντανή κινηματογράφηση επί σκηνής. «Αλλοτε η κάμερα αποτυπώνει σε πολύ κοντινά πλάνα τα πρόσωπα ή τις σχέσεις τους», εξηγεί η σκηνοθέτρια, «άλλοτε «φωτίζει» αθέατα στοιχεία της δράσης ή του σκηνικού χώρου και άλλοτε δημιουργεί έναν άλλο, παράλληλο: της φαντασίας και του ονείρου».

in.gr