Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν ένα βιοδείκτη με τον οποίον μπορούν να προβλέψουν με αρκετή ακρίβεια αν ένας ασθενής κινδυνεύει να πεθάνει από σήψη, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσαν στο επιστημονικό έντυπο Science Advances.

Στόχος των ερευνητών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Duke της Βόρειας Καρολίνα, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Μοριακής Γενετικής και Μικροβιολογίας Ντένις Κο, είναι στο μέλλον να δημιουργήσουν μια εξέταση που θα διαγιγνώσκει ή θα προβλέπει εγκαίρως την σήψη, ώστε να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά.

Η σήψη αποτελεί βασική αιτία ενδονοσοκομειακού θανάτου. Σχεδόν οποιοσδήποτε παθογόνος μικροοργανισμός -βακτήριο, ιός, μύκητας ή παράσιτο- μπορεί να προκαλέσει μια δυνητικά θανατηφόρα υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο επιτίθεται στους ιστούς και στα όργανα του ασθενούς.

Η σήψη είναι δύσκολο να διαγνωσθεί και ακόμη περισσότερο να θεραπευθεί. Όσο πιο έγκαιρα γίνει αντιληπτή, τόσο αυξάνουν οι πιθανότητες επιβίωσης του ασθενούς.

Οι αμερικανοί ειδικοί πιστεύουότι το μόριο μεθυλθειοαδενοσίνη (ΜΤΑ), μπορεί να προβλέψει ποιοι ασθενείς είναι πιθανότερο να πεθάνουν από σήψη. Όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα του ΜΤΑ, τόσο πιο αυξημένος είναι ο κίνδυνος. Μάλιστα, μόνο η μέτρηση του ΜΤΑ αρκεί για να παρέχει ακρίβεια της τάξης περίπου του 80% στην πρόβλεψη ενός επικείμενου θανάτου.

«Η σήψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το «νεκροταφείο» της φαρμακοβιομηχανίας, καθώς έχουν αποτύχει περισσότερες από 100 κλινικές δοκιμές θεραπειών, οι οποίες στοχεύουν στην αφύσικη αντίδραση του σώματος σε μία λοίμωξη. Πιθανόν αυτές οι αποτυχημένες κλινικές δοκιμές στην πραγματικότητα να μην είναι αποτυχίες της θεραπείας, αλλά της διάγνωσης. Με καλύτερους βιοδείκτες, θα μπορέσουμε ίσως να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά τους ασθενείς με σήψη και ακόμη να «αναστήσουμε» παλιά φάρμακα», εξηγεί ο Δρ Κο.

Στους ασθενείς με σήψη συνήθως χορηγείται ένας συνδυασμός αντιβιοτικών, που στοχεύουν μεν στους παθογόνους μικροοργανισμούς, αλλά δεν κάνουν τίποτα για την ανεξέλεγκτη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία στην πραγματικότητα είναι πιο θανατηφόρα και από τα ίδια τα μικρόβια.

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr,ΑΠΕ-ΜΠΕ