«Ο Ομπάμα δεν ήταν τέλειος από άποψη ιδιοσυγκρασίας. Αρκετά συχνά ήταν απόμακρος, αμέτοχος, εσωστρεφής. Μία γενικευμένη ασχήμια ωστόσο σέρνεται σε όλο τον κόσμο καθώς οι δημοκρατίες υποχωρούν, ο εθνικισμός κερδίζει έδαφος, η καχυποψία και ο αυταρχισμός παίρνουν θέση κεντρική. Ο Ομπάμα ακτινοβολεί μία τιμιότητα, ανθρωπιά, καλούς τρόπους και μία κομψότητα που ήδη αρχίζουν να μου λείπουν και που υποψιάζομαι ότι θα λείψουν σε όλους μας, ανεξάρτητα από το ποιος θα τον διαδεχτεί».

Ο Ντέιβιντ Μπρουκς, ο συντηρητικός αρθρογράφος των New York Times που έγραψε αυτές τις αράδες, δεν περιλαμβάνεται στους πιο ένθερμους υποστηρικτές της πολιτικής του Μπαράκ Ομπάμα. Και αυτά δεν τα έγραψε πρόσφατα, ενόσω κορυφωνόταν η κατά γενική ομολογία πιο αμφιλεγόμενη προεκλογική εκστρατεία στην Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε τον περασμένο Φεβρουάριο.

Έκτοτε, πολλοί ακόμη εκφράζουν αυτή τη νοσταλγία καθώς η οικογένεια Ομπάμα ετοιμάζεται να πακετάρει για να αφήσει πίσω της τον Λευκό Οίκο. Ακόμη και οι πιο σφοδροί επικριτές της αμερικανικής πολιτικής, όπως ο αμερικανός πρώην καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) Νόαμ Τσόμσκι, μπορεί να κάνουν έναν αρνητικό απολογισμό του οκταετούς θητείας του απερχομένου αμερικανού προέδρου, τον ξεχωρίζουν ωστόσο από τους προκατόχους του.

Ασφαλώς η νοσταλγία αυτή συνδέεται άμεσα με την αποστροφή που προκάλεσε η χυδαιότητα της μαραθώνιας προεκλογικής περιόδου. Δεν είναι όμως αυτός μόνο ο λόγος για τον οποίο μία μεγάλη μερίδα Αμερικανών και όχι μόνο αναπολούν ήδη την εποχή Ομπάμα.

Ο Μπαράκ Ομπάμα έγραψε ιστορία προτού ακόμη εκλεγεί. Το 2008 γεννήθηκε η «Ομπαμανία». Με το περίφημο «Yes, we can», ο νεαρός δημοκρατικός γερουσιαστής του Ιλινόις ενσάρκωσε το αμερικανικό όνειρο στη μετά Μπους εποχή, στις Ηνωμένες Πολιτείες της τεράστιας οικονομικής κρίσης. Ο Ομπάμα γίνεται ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ και σχεδόν όλος ο κόσμος ονειρεύεται μαζί του.

Έως το τέλος της πρώτης του θητείας, είχε δώσει νέα ώθηση στην οικονομία, νέα πνοή στην αυτοκινητοβιομηχανία που αργοπέθαινε, είχε αποτρέψει την πτώχευση των τραπεζών. Στη συνέχεια, έβαλε τέλος στον πόλεμο στο Ιράκ, αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις των ΗΠΑ με το Ιράν και την Κούβα και δημιούργησε ένα σύστημα υγείας για όλους. Έκανε και άλλα. Αυτά όμως ήταν αρκετά για να μπει το όνομά του σε αρκετές σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας.

Υπήρξαν ασφαλώς και πολλά θέματα στα οποία ο Ομπάμα απέτυχε, κρίσιμα ζητήματα που πέρασαν από τα χέρια του μέσα στα οκτώ χρόνια της θητείας στον Λευκό Οίκο και για τον χειρισμό τους τού ασκήθηκε δριμεία κριτική: το φυλετικό ζήτημα, που ούτε καν πλησίασε σε μία λύση, αλλά και η απροθυμία του να εμπλακεί στον πόλεμο της Συρίας.

Και αυτά τα πολιτικά κενά όμως ή οι πολιτικές αποτυχίες καλύφθηκαν σε μεγάλο βαθμό, σχολιάζει η δημοσιογράφος Σάρα Ντιφαλά στον Nouvel Observateur, από τον «χαρισματικό» Μπαράκ Ομπάμα. Η εικόνα του αυτά τα χρόνια παρέμεινε ανέπαφη. Κανένα σκάνδαλο δεν την αμαύρωσε, καμία υπόθεση διαφθοράς. Σε αντίθεση με τον Ντόναλντ Τραμπ ή τη Χίλαρι Κλίντον, ο αμερικανός πρόεδρος ουδέποτε ενεπλάκη σε οποιοδήποτε σεξουαλικό σκάνδαλο. Απεναντίας. Με τη Μισέλ πάντα στο πλευρό του χάρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες την εικόνα ενός ζευγαριού ενωμένου, αιωνίως ερωτευμένου.

«Οι μεγάλες στιγμές στις θητείες του Μπαράκ Ομπάμα ήταν με τη συζύγό του, κυρίως όταν τους βλέπαμε να τραγουδούν ή να χορεύουν μεταξύ τους. Δεν πρόκειται για πολιτική με τη στενή έννοια του όρου, είναι όμως σημαντικό κοινωνικά και ιστορικά», επισημαίνει η γαλλοαμερικανή ιστορικός και πολιτικός επιστήμων Νικόλ Μπακαράν.

Στην καρδιά των απλών πολιτών, εντός και εκτός αμερικανικών συνόρων, ο Ομπάμα υπήρξε ο «κουλ πρόεδρος» που ζούσε μία καθημερινή ζωή με την οικογένειά του και δεχόταν με το χαμόγελο στα χείλη καθημερινούς ανθρώπους στον Λευκό Οίκο. Αυτές οι εικόνες της οικογένειας Ομπάμα θα παραμείνουν μεγάλες, σχολιάζει η Μπακαράν, «σαν ένα είδος εθνικής θεραπείας στο τρομερό ρατσιστικό παρελθόν μας».

Μάρω Βακαλοπούλου

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ