Τα άτομα που κάνουν θεραπεία με χαμηλής δοσολογίας β-αναστολείς μετά από έμφραγμα, ενδεχομένως να έχουν καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα από εκείνους που παίρνουν την βασική δόση συνταγογράφησης των εν λόγω φαρμάκων.

Οι β-αναστολείς δρουν μπλοκάροντας την επίδραση της αδρεναλίνης στην καρδιά, ενώ επίσης μειώνουν την καρδιακή αρρυθμία και συντελούν στην πρόληψη της καρδιακής ανεπάρκειας.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου «Northwestern» του Σικάγο υποστηρίζουν ότι οι ασθενείς που έχουν υποστεί έμφραγμα και παίρνουν μόλις το ένα τέταρτο της δόσης που συνήθως χορηγείται στις κλινικές μελέτες ζουν περισσότερο από ασθενείς που παίρνουν υψηλότερη δοσολογία.

Και σε ορισμένες περιπτώσεις, εκείνοι που έπαιρναν την χαμηλή δοσολογία ζούσαν περισσότερο, με 20%-25% αύξηση του ποσοστού επιβίωσης.

Σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American College of Cardiology, οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν σχεδόν 6.700 ασθενείς που είχαν υποστεί έμφραγμα. Το 90% αυτών έπαιρνε β-αναστολείς. Κάθε ασθενής που έπαιρνε β-αναστολέα είχε ζήσει περισσότερο από εκείνους που δεν είχαν πάρει φάρμακο τις συγκεκριμένης κατηγορίας.

Μεταξύ όσων είχαν πάρει την βασική δόση, το 15% απεβίωσε εντός δύο ετών, συγκριτικά με το 13% αυτών που πήραν τη μισή δόση του β-αναστολέα. Εν των μεταξύ, το 9,5% των ασθενών που έπαιρναν το ένα τέταρτο της δόσης και το 11,5% αυτών που έπαιρναν το ένα όγδοο απεβίωσαν κατά τη διάρκεια της μελέτης.

«Για την μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας, η δόση των β-αναστολέων θα έπρεπε να εξατομικεύεται. Κι ενώ περιμέναμε με τις μικρότερες δόσεις να έχουμε χειρότερη επιβίωση, τελικά ισχύει το αντίθετο. Άρα χρειαζόμαστε νέες μελέτες για τον καθορισμό των επιδράσεων των β-αναστολέων ανάλογα με το προφίλ έκαστου ασθενή» καταλήγουν οι ερευνητές.

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr