Ο Μάριο Μόντι, ο πρωθυπουργός που διαδέχθηκε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, είχε μακρά σταδιοδρομία στον πανεπιστημιακό χώρο πριν μετακινηθεί στην πολιτική. Γεννήθηκε το 1943 στο Βαρέζε και μετά τις σπουδές του στο Μιλάνο και το Γέιλ δίδαξε σε πανεπιστήμια για περισσότερα από 20 χρόνια.

Έχει σημαντικό ερευνητικό έργο, ήταν μέλος σε κοινοβουλευτικές και κυβερνητικές επιτροπές για οικονομικά ζητήματα ενώ ήταν σύμβουλος σε επιχειρήσεις, μεταξύ τους και η Goldman Sachs.

Το 1994 διορίστηκε από τον πρώτη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι επίτροπος της Ιταλίας στην ΕΕ για θέματα Εσωτερικής Αγοράς. Στην ΕΕ παρέμεινε και για δεύτερη θητεία επιτρόπου το 1999, αυτή τη φορά σε θέματα Ανταγωνιστικότητας. Κατά την θητεία του αυτή επέβαλε πρόστιμο 497 εκατομμυρίων ευρώ στη Microsoft για κατάχρηση της προνομιακής της θέσης στην αγορά λογισμικού.

Αν και το 2004 η δεύτερη διακυβέρνηση Μπερλουσκόνι δεν τον επέλεξε για μία ακόμη θητεία, ο Μόντι διατήρησε τις σχέσεις και τις διασυνδέσεις του με την Ένωση, επιχειρηματολογώντας υπέρ του ελεύθερου ανταγωνισμού, της συνετής οικονομικής διακυβέρνησης και της ενοποίησης.

Τον έχουν χαρακτηρίσει τον «πιο Γερμανό από τους Ιταλούς οικονομολόγους» και θεωρείται μέσα στην ΕΕ πρόσωπο με κύρος και βαθιά γνώση των ευρωπαϊκών ζητημάτων.

Παρά τη διεθνή δραστηριότητα, ο Μόντι μάλλον έμεινε σε απόσταση από την ιταλική πολιτική σκηνή και τα κόμματά της.

Ουσιαστικά μπήκε σε αυτή λίγους μήνες πριν του επιδοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αλλά φαίνεται να γνωρίζει καλά και την κατάσταση στη χώρα του για την οποία πύκνωσε τις αναφορές το τελευταίο διάστημα.

Όταν στις 9 Νοεμβρίου ο πρόεδρος Τζόρτζιο Ναπολιτάνο τον έχρισε ισόβιο γερουσιαστή και με δεδομένη την παραίτηση Μπερλουσκόνι ήταν πλέον σαφές ότι επρόκειτο για την κίνηση που του άνοιξε και τυπικά το δρόμο για την πρωθυπουργία με το κύρος της προσωπικότητας διεθνούς εμβέλειας και υπερκομματικού χαρακτήρα.

Μιχάλης Δουρμούσογλου

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ