36

Τα αγόρια που φέρουν το λεγόμενο «γονίδιο του πολεμιστή» είναι πιθανότερο να μπλέξουν σε συμμορίες και να γίνουν μάλιστα τα πιο βίαια μέλη τους, δείχνει νέα αμερικανική μελέτη, ενισχύοντας έτσι προηγούμενες αναφορές για την κληρονομική βάση της επιθετικότητας.

«Αν και οι συμμορίες τυπικά θεωρούνται κοινωνικό φαινόμενο, η έρευνά μας δείχνει ότι οι ποικιλίες ενός συγκεκριμένου γονιδίου MAOA […] παίζουν σημαντικό ρόλο» σχολιάζει στο Livescience.com ο καθηγητής Βιοκοινωνικής Εγκληματολογίας Κέβιν Μπίβερ, επικεφαλής των ερευνητών στο Πανεπιστημιακό Πανεπιστήμιο της Φλόριντα.

Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Comprehensive Psychiatry λίγους μήνες έπειτα από ανάλογη δημοσίευση στο έγκριτο Proceedings of the National Academy of Sciences., H έρευνα εκείνη έδειχνε ότι τα άτομα που φέρουν το γονίδιο του πολεμιστή εκδηλώνουν αυξημένα επίπεδα επιθετικότητας όταν προκαλούνται.

Προηγούμενη μελέτη το 2006 ενοχοποιούσε το γονίδιο MAOA στην αυξημένη επιθετικότητα που καταγράφεται μεταξύ των ιθαγενών της φυλής Μαορί στη Νέα Ζηλανδία.

Το γονίδιο MAOA περιέχει την πληροφορία για τη σύνθεση ενός ενζύμου (αναστολέας της μονοαμινοξιδάσης Α) το οποίο απενεργοποιεί νευροδιαβιβαστές όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη. Οι ουσίες αυτές, που δρουν ως χημικοί αγγελιαφόροι στον εγκέφαλο, σχετίζονται με τη διάθεση και πιθανώς με την επιθετικότητα. Οι ποικιλίες του γονιδίου που φαίνεται ότι ξυπνούν τα ένστικτα του πολεμιστή μειώνουν την παραγωγή του ενζύμου και ανεβάζουν έτσι τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών.

«Προηγούμενες έρευνες έχουν συνδέσει τις ποικιλίες χαμηλής δραστηριότητας του MAOA μεε ένα εύρος αντικοινωνικών, ή ακόμα και βίαιων, συμπεριφορών. Η μελέτη μας όμως επιβεβαιώνει ότι οι ποικιλίες αυτές μπορούν να προβλέψουν την ανάμειξη σε συμμορίες» αναφέρει ο Δρ Μπίβερ.

«Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι με βάση τις ποικιλίες αυτού του γονιδίου μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα μέλη συμμοριών τα οποία είναι πιθανότερο να συμπεριφερθούν βίαια και να χρησιμοποιήσουν όπλα από τα μέλη που είναι λιγότερο πιθανό να κάνουν οτιδήποτε από τα δύο» προσθέτει.

Η έρευνα βασίστηκε σε γενετικές αναλύσεις και αναφορές για τον τρόπο ζωής που αφορούν σε 2.5000 άτομα τα οποία συμμετείχαν σε ευρύτερη μελέτη για την υγεία των εφήβων (NLSA).

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ