in.gr > The Good Life > Culture Live > Τζούνοτ Ντίαζ: «Μας πείθουν ότι οι μετανάστες είναι το πρόβλημα, ενώ το δύσκολο είναι να τα βάλεις με την εξουσία»
Cosmopoética12 Οκτωβρίου 2025 | 12:30
Τζούνοτ Ντίαζ: «Μας πείθουν ότι οι μετανάστες είναι το πρόβλημα, ενώ το δύσκολο είναι να τα βάλεις με την εξουσία»
Ανάμεσα σε δύο γλώσσες και δύο πατρίδες, ο Τζούνοτ Ντίαζ επιστρέφει με νέο έργο και μιλά στην Κόρδοβα για τη μετανάστευση, τη γλώσσα και τη σκληρότητα μιας εποχής χωρίς όρια
Μπορεί να μην μοιάζει με ροκ σταρ, όμως ο Τζούνοτ Ντίαζ έχει κάτι από την ενέργεια και το θράσος εκείνων που δεν χωράνε σε καλούπια. Ο συγγραφέας που κέρδισε το Πούλιτζερ για το μυθιστόρημά του Η Σύντομη Θαυμαστή Ζωή του Όσκαρ Γουάο βρέθηκε φέτος στην Κόρδοβα της Ισπανίας, καλεσμένος του φεστιβάλ Cosmopoética, και μίλησε με τον οικείο, ειλικρινή και χιουμοριστικό του τρόπο για όλα: τη μετανάστευση που «ποτέ δεν τελειώνει», τη γλώσσα που δεν είναι ποτέ αρκετά σωστή, τη σκληρότητα των κοινωνικών δικτύων και τις πολιτικές γελοιότητες που τρέφουν τον αυταρχισμό.
«Έμαθα να είμαι άνετος με το να είμαι άβολος», λέει, συνοψίζοντας μια ζωή ανάμεσα σε γλώσσες, χώρες και ταυτότητες.
Στα 56 του, ο Ντίαζ επιστρέφει με ένα νέο μυθιστόρημα που φλερτάρει με την επιστημονική φαντασία και την κοινωνική πραγματικότητα, αποδεικνύοντας πως ακόμη κι ένας «απρόθυμος συγγραφέας» μπορεί να μιλήσει με πάθος για την εποχή του — και να μας θυμίσει ότι η λογοτεχνία παραμένει μια μορφή αντίστασης.
«Ποτέ δεν είχαμε τόση ανισότητα και τόση ατιμωρησία για τους πλούσιους. Κι όμως, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι οι μετανάστες είναι το πρόβλημα. Είναι καθαρός χειρισμός. Το δύσκολο είναι να τα βάλεις με την εξουσία.»
Από τη Δομινικανή Δημοκρατία στο MIT
Στην Κόρδοβα, ανάμεσα σε ποιητές, μουσικούς και ροκ περσόνες, ο Τζούνοτ Ντίαζ ξεχώρισε όχι μόνο για τη λογοτεχνική του αξία αλλά και για τον αφοπλιστικό του αυτοσαρκασμό. Ο συγγραφέας που το 2008 κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ εμφανίστηκε στο φεστιβάλ Cosmopoética με μια ομιλία γεμάτη χιούμορ και πολιτική οξυδέρκεια.
«Μιλάω πολύ κακά ισπανικά», είπε γελώντας. «Αν και, για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι τόσο κακά όσο λέω». Θυμήθηκε τη μετανάστευσή του από τη Δομινικανή Δημοκρατία στις ΗΠΑ σε ηλικία έξι ετών, όταν ο πατέρας του —υποστηρικτής του δικτάτορα Ραφαέλ Τρουχίγιο— αναγκάστηκε να φύγει. «Ενώ τα αδέρφια μου έμαθαν καλά αγγλικά, εγώ δεν μπορούσα να πω ούτε λέξη», παραδέχτηκε. Αυτή η γλωσσική αμηχανία τον συνόδευσε για πάντα: «Μετά από κάθε συζήτηση, ελέγχω νοερά αν μίλησα σωστά. Έμαθα να είμαι άνετος με το να είμαι άβολος».
Παρότι διδάσκει στο MIT και γράφει για το The New Yorker και τους The New York Times, ο Ντίαζ παραμένει ανήσυχος για το πώς εκφράζεται και στις δύο γλώσσες. «Ένας φίλος μου λέει ότι η πιο διαδεδομένη γλώσσα στον κόσμο είναι τα ‘κακομιλημένα αγγλικά’. Εγώ λέω πως είναι κάθε κακομιλημένη γλώσσα», σχολιάζει με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο.
Η μετανάστευση αποτελεί για τον Τζούνοτ Ντίαζ όχι μόνο βίωμα αλλά και θεμέλιο της λογοτεχνικής του ταυτότητας. Από τη Δομινικανή Δημοκρατία στο Νιου Τζέρσεϊ, ο συγγραφέας κουβαλά μέσα του το αίσθημα της διαρκούς μετάβασης — μια ζωή «ανάμεσα σε γλώσσες και κόσμους». Όπως λέει, η εμπειρία του μετανάστη δεν τελειώνει ποτέ· μεταμορφώνεται σε μόνιμη κατάσταση αβεβαιότητας και επαναπροσδιορισμού.
Στη συνέντευξή του στο Cosmopoética, μίλησε για την κοινωνική ανισότητα και τον τρόπο με τον οποίο οι ελίτ μετατρέπουν τους μετανάστες σε αποδιοπομπαίους τράγους: «Μας πείθουν ότι οι μετανάστες είναι το πρόβλημα, ενώ το δύσκολο είναι να τα βάλεις με την εξουσία», τονίζει. Στο έργο του, οι ήρωες που κινούνται ανάμεσα σε πατρίδες και γλώσσες γίνονται καθρέφτης μιας παγκοσμιοποιημένης εποχής όπου η ταυτότητα είναι πάντα υπό διαπραγμάτευση.
«Ένας φίλος μου λέει ότι η πιο διαδεδομένη γλώσσα στον κόσμο είναι τα ‘κακομιλημένα αγγλικά’. Εγώ λέω πως είναι κάθε κακομιλημένη γλώσσα.»
«Γράφω ένα βιβλίο κάθε δεκαπέντε χρόνια»
Παρά την πολυετή απουσία του από τη μυθοπλασία, ο Ντίαζ δεν δείχνει να βιάζεται. «Φίλε, εγώ γράφω ένα βιβλίο κάθε δεκαπέντε χρόνια», είπε αστειευόμενος. Το νέο του έργο, που ολοκληρώνει αυτή την περίοδο, κινείται ανάμεσα στην επιστημονική φαντασία και την κοινωνική πραγματικότητα: αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού με υπερφυσικές δυνάμεις που μεγαλώνει σε φτωχογειτονιά. «Είναι nerdy, πολύ nerdy», εξηγεί.
Μέσα από αυτή τη φαινομενικά φανταστική ιστορία, ο συγγραφέας εξερευνά τη σκληρότητα της κοινωνίας: «Τα social media μας ωθούν να είμαστε πιο σκληροί· δεν υπάρχουν πια όρια. Οι ελίτ κοιμούνται ήσυχες, γιατί μας έχουν αποδιοργανώσει πλήρως. Δεν φοβούνται τίποτα».
«Όσο γελάμε, μας καταβροχθίζουν»
Η πολιτική γελοιότητα είναι, κατά τον Ντίαζ, ένα από τα πιο επικίνδυνα φαινόμενα της εποχής. «Πολλοί αυταρχικοί ηγέτες φαίνονται γελοίοι — και αυτό τους βοηθά να πλησιάζουν τους πολίτες, μέχρι να έχουν ριζώσει για τα καλά. Όσο γελάμε, μας καταβροχθίζουν», σημειώνει, συγκρίνοντας τις σύγχρονες φιγούρες τύπου Τραμπ και Πούτιν με τον δικτάτορα Τρουχίγιο που σημάδεψε τη χώρα του.
Η συζήτηση με την Πορτορικανή συγγραφέα Μάιρα Σάντος-Φέβρες επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα της μετανάστευσης, που διατρέχει όλο το έργο του. «Ποτέ δεν είχαμε τόση ανισότητα και τόση ατιμωρησία για τους πλούσιους. Κι όμως, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι οι μετανάστες είναι το πρόβλημα. Είναι καθαρός χειρισμός. Το δύσκολο είναι να τα βάλεις με την εξουσία».
«Τα social media μας ωθούν να είμαστε πιο σκληροί· δεν υπάρχουν πια όρια. Οι ελίτ κοιμούνται ήσυχες, γιατί μας έχουν αποδιοργανώσει πλήρως. Δεν φοβούνται τίποτα.»
«Τα ψέματα ταξιδεύουν πρώτη θέση»
Ο Ντίαζ δεν απέφυγε να μιλήσει και για τις κατηγορίες που τον σημάδεψαν το 2018, μετά τη δημοσίευση του προσωπικού του δοκιμίου στο The New Yorker. «Είμαι σαν δύο άνθρωποι τώρα», είπε. «Ο ένας συνεχίζει κανονικά, διδάσκει, γράφει. Ο άλλος ζει στο διαδίκτυο, όπου τα ψέματα ταξιδεύουν πρώτη θέση. Αν δεν υπήρχε ένας δημοσιογράφος να πει την αλήθεια, θα ήμουν τελειωμένος».
Αυτό το σημείο αναφέρεται στο περιστατικό του 2018, όταν ο Τζούνοτ Ντίαζ δημοσίευσε στο The New Yorker ένα πολύ προσωπικό δοκίμιο, στο οποίο αποκάλυπτε ότι είχε υπάρξει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης ως παιδί.
Η δημοσίευση αυτή προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις: λίγες μέρες μετά, κάποιες συγγραφείς τον κατηγόρησαν ότι είχε φερθεί ανάρμοστα — μία είπε ότι την είχε φιλήσει χωρίς συναίνεση, άλλες μίλησαν για σεξιστικά σχόλια σε δημόσιες εκδηλώσεις.
Οι έρευνες που ακολούθησαν —από το Ίδρυμα Πούλιτζερ, το MIT και τον δημοσιογράφο Μπεν Σμιθ— δεν εντόπισαν αποδείξεις εις βάρος του και τον αθώωσαν πλήρως. Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση άφησε το αποτύπωμά της στη δημόσια εικόνα του, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου το όνομά του εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις.
Παρά τα τραύματα, ο συγγραφέας φαίνεται να έχει βρει μια νέα ισορροπία, μεταξύ προσωπικής σιωπής και δημόσιου λόγου. Με εκείνο το χαμόγελο που σβήνει σιγά-σιγά πίσω από τα γυαλιά του, επαναλαμβάνει:
«Δεν ξέρω ποια είναι η γλώσσα μου. Ξέρω μόνο ότι πρέπει να συνεχίσω να τη μιλάω».