
Από το Μπόνι και Κλάϊντ στο Κράμερ Εναντίον Κράμερ, ο Ρόμπερτ Μπέντον μας έμαθε να αγαπάμε τους ανθρώπους
O σεναριογράφος και «σκηνοθέτης των μικρών πραγμάτων» Ρόμπερτ Μπέντον πέθανε σε ηλικία 92 ετών
Ο Ρόμπερτ Μπέντον, ο οποίος συνεργάστηκε στο σενάριο του Μπόνι και Κλάιντ, μια από τις πιο εκρηκτικές ταινίες της δεκαετίας του 1960, και έγραψε και σκηνοθέτησε το εμβληματικό δράμα Κράμερ εναντίον Κράμερ του 1979 που καθιέρωσε στο κοινό τους Ντάστιν Χόφμαν και Μέριλ Στριπ , πέθανε την Κυριακή στο σπίτι του στο Μανχάταν. Ήταν 92 ετών.
Ο θάνατός του Μπέντον επιβεβαιώθηκε την Τρίτη από τη Μαρίσα Φορζάνο, τη μακροχρόνια βοηθό και μάνατζέρ του. Στα έργα του Μπέντον περιλαμβάνονται πολλές αξιόλογες ταινίες όπως το Μια θέση στην καρδιά (Places in the Heart, 1984) για την οποία ξαναβρέθηκε υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου.
Ωστόσο, ήταν ένας νεοφερμένος στο Χόλιγουντ όταν αυτός και ο Ντέιβιντ Νιούμαν, ένας συνάδελφος του στο περιοδικό Esquire, έγραψαν ένα σενάριο βασισμένο στα κατορθώματα των ληστών τραπεζών της εποχής της Μεγάλης Ύφεσης, Μπόνι Πάρκερ και Κλάιντ Μπάροου.
Σε σκηνοθεσία του Άρθουρ Πεν και με πρωταγωνιστές τη Φέι Ντάναγουεϊ και τον Γουόρεν Μπίτι, το Μπόνι και Κλάιντ προκάλεσε αίσθηση σχεδόν από τη στιγμή της κυκλοφορίας του το 1967. Αν και διαδραματιζόταν στη δεκαετία του 1930, αποτύπωσε ζωντανά την ταραχώδη, ασταθή ατμόσφαιρα της Αμερικής στη δεκαετία του 1960.
Ένας Αμερικανός Φρανσουά Τριφό

Η αντισυμβατική προσέγγιση της ταινίας, ιδίως οι γρήγορες εναλλαγές τόνου από κωμικό σε σοβαρό, οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην μεταπολεμική επανάσταση στον γαλλικό κινηματογράφο, γνωστή ως Νέο Κύμα. Άλλωστε η πρώτη επιλογή των σεναριογράφων για σκηνοθέτη ήταν ο πρωτοπόρος του Νέου Κύματος, Φρανσουά Τριφό.
Η ωμή βία της ενόχλησε κάποιους κριτικούς, αλλά κυρίως απέσπασε ενθουσιώδεις επαίνους. Η Πολίν Κάελ του The New Yorker σημείωσε ότι το Μπόνι και Κλάιντ ήταν «η πιο σημαντική και επιδραστική ταινία της δεκαετίας του 1960, φέρνοντας στον σχεδόν τρομακτικά δημόσιο κόσμο των ταινιών πράγματα που οι άνθρωποι ένιωθαν, έλεγαν και έγραφαν».
Μια εισπρακτική επιτυχία που ήταν υποψήφια για 10 Όσκαρ — συμπεριλαμβανομένου ενός για το σενάριο των Μπέντον και Νιούμαν, η ταινία κέρδισε δύο, για τον δεύτερο γυναικείο ρόλο (Εστέλ Πάρσονς) και τη φωτογραφία (Μπέρνετ Γκάφεϊ) — το Μπόνι και Κλάιντ ήταν πραγματικά επιδραστικό.
Η ταινία βοήθησε να εγκαινιαστεί μια νέα εποχή περιπέτειας στον αμερικανικό κινηματογράφο ενώ οι Γουόρεν Μπίτι και Φεί Ντάναγουεϊ απογειώθηκαν στο πάνθεον. Δώδεκα χρόνια αργότερα ο Ρόμπερτ Μπέντον έφερε ακόμη μια νίκη.
Το Κράμερ εναντίον Κράμερ αν και λιγότερο πρωτοποριακό από το Μπόνι και Κλάιντ ήταν ακόμη πιο εμπορικό φέρνοντας λεφτά στα ταμεία ενώ παράλληλα αποτύπωσε με ειλικρίνεια τα συντρίμμια ενός ενός γάμου που πήγε στραβά όταν η σύζυγος εγκαταλείπει τον σύζυγο και το παιδί της, κάτι που σπάνια έβλεπες τότε στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη.
Η σύγκρουση των Κράμερ που συγκίνησε πολλούς με τον μικρό γιο της οικογένειας να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, ήταν η ταινία με τις υψηλότερες εισπράξεις του 1979 και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και πέντε Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων των Όσκαρ σεναρίου και σκηνοθεσίας για τον Μπέντον, ο οποίος είχε ως πρώτη ύλη το μυθιστόρημα του Έιβερι Κόρμαν, καθώς και τιμητικές διακρίσεις για τους πρωταγωνιστές του, Ντάστιν Χόφμαν και Μέριλ Στριπ.

Το Κράμερ εναντίον Κράμερ ήταν η τρίτη ταινία που σκηνοθέτησε ο Μπέντον, αλλά έγινε δικό του έργο μόνο όταν ο Τριφό, ο οποίος ήταν για άλλη μια φορά η πρώτη επιλογή, απέρριψε την προσφορά του παραγωγού της ταινίας, Στάνλεϊ Ρ. Τζάφε, λέγοντας ότι ήταν πολύ απασχολημένος.
Συνεργαζόμενος με τον Νέστορ Αλμέντρος, έναν από τους αγαπημένους διευθυντές φωτογραφίας του Τριφό, και σπάνια μετακινώντας την κάμερα από τους πρωταγωνιστές του δράματος ο Μπέντον έκανε μια ταινία που, όπως έγραψε ο Φρανκ Ριτς στο περιοδικό Time, «αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα πρόσωπα των ηθοποιών, από έντονα πάθη και από χειμερινό φως», και η οποία μαρτυρούσε ξεκάθαρα την επιρροή του Τριφό.
Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ζωγράφος
Όταν ο Τριφό πέθανε το 1984, ο Βίνσεντ Κάνμπι των New York Times αποκάλεσε τον Μπέντον τον μόνο αληθινό του κληρονόμο μεταξύ των Αμερικανών σκηνοθετών. Αντανακλώντας τη δική του ευαισθησία του Νέου Κύματος, ο Μπέντον συνήθιζε να λέει ότι οι ταινίες «γράφονται» από την κάμερα. Έβλεπε τις ταινίες του ως επέκταση της ζωγραφικής, της τέχνης που αγαπούσε από νέος.

Πουθενά αλλού στη φιλμογραφία του Μπέντον δεν ήταν αυτό πιο αληθινό από ό,τι στο Μια Θέση Στην Καρδιά του 1984. Για αυτό το δράμα, ο Μπέντον επέστρεψε στην πόλη του, το Γουαξαχάτσι του Τέξας όπου είχε μεγαλώσει, για να αφηγηθεί την ιστορία της μάχης μιας χήρας για να επιβιώσει στην Μεγάλη Ύφεση.
Οι κριτικοί επαίνεσαν την ταινία, με τον Ρίτσαρντ Σίκελ του Time να αποθεώνει το «παιχνίδι του φωτός» που ενορχηστρώθηκε από τον Μπέντον και τον διευθυντή φωτογραφίας του Αλμέντρος. Η φωτογραφία, σημείωσε η κριτική του Variety, «δεν είναι όμορφη, αλλά πλούσια σε συναίσθημα και ατμόσφαιρα».
Ο Μπέντον είπε ότι το Μια Θέση Στην Καρδιά — η ταινία του χάρισε ένα Όσκαρ για το σενάριό του και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ σκηνοθεσίας — εμπνεύστηκε από το αίσθημα απώλειας που ένιωσε όταν πέθανε η μητέρα του.
Ο Μπέντον ήταν περίπου 50 όταν έχασε τη μητέρα του όταν συνειδητοποίησε, όπως είπε, ότι αφού πούλησε το οικογενειακό σπίτι στο Γουαξαχάτσι δεν είχε κανέναν λόγο να επιστρέψει. «Έτσι δημιούργησα έναν» είχε πει.
Ο Μπέντον σκηνοθέτησε μόνο 11 μεγάλου μήκους ταινίες σε 35 χρόνια αλλά στο σύνολο τους κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και διαθέσεων, από μια αναιδή ματιά στον Εμφύλιο Πόλεμο (Bad Company, 1972) έως μια διεισδυτική ματιά στην ζωή μιας μικρής πόλης (Δεν Είμαι Κορόιδο Κανενός, Nobody’s Fool, του 1994 βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Ρούσο) έως ιδιόρρυθμες προσεγγίσεις στο αστυνομικό είδος (όπως τα Η Γάτα Είδε Τον Δολοφόνο, The Late Show, του 1977 και Το Λυκόφως του Ντέτεκτιβ, Twilight του 1998).
Η τελευταία ταινία του Μπέντον ήταν το ρομαντικό δράμα Πάνω Απ’ όλα Ο Ερωτας (Feast of Love) το 2007. Παρά τις πολλές διακρίσεις που έλαβε, ο Μπέντον είχε τη φήμη (και ήταν σημειώνουν οι New York Times) ενός σεμνού δημιουργού.
Ένας βρυκόλακας του φωτός
Σε μια συνέντευξη του 2007 στους Los Angeles Times, παρομοίασε τον εαυτό του με τον Δράκουλα: «Δεν έχω ίνδαλμα στον καθρέφτη». Παράλληλα ήταν γνωστός για την επιμονή του στο να γράφει και να ξαναγράφει τα σενάρια του μέχρι να κατακτήσει ό,τι ήθελε και να κάνει απανωτά γυρίσματα και επανάληψεις σκηνών για να αναδείξει την ερμηνευτική δεινότητα των πρωταγωνιστών του.
Ένας άνδρας με ενσυναίσθηση ο Μπέντον είχε επιδέξια προσέγγιση στην καθοδήγηση των ηθοποιών με κορυφαίους σταρ να διεκδικούν ρόλους στις ταινίες του, μερικές φορές για λιγότερα από την τυπική τους αμοιβή, μόνο και μόνο για να συνεργαστούν μαζί του.
«Επιτρέπει στα πράγματα να αναπτυχθούν. Απλώς υποκλέπτει» είχε πει ο Πολ Νιούμαν που συνεργάστηκε μαζί του σε δύο ταινίες. Ο Μπέντον ήταν μετάξι.
Ο Ρόμπερτ Ντάγκλας Μπέντον γεννήθηκε στο Ντάλας στις 29 Σεπτεμβρίου 1932, από τους Έλερι και Ντόροθι (Σπάλντινγκ) Μπέντον.
Ο πατέρας του εργαζόταν στην τηλεφωνική εταιρεία. Η οικογένεια αργότερα μετακόμισε στο Γουαξαχάτσι, μια μικρή πόλη βαμβακιού κοντά στο Ντάλας, από όπου καταγόταν η μητέρα του. Ο Ρόμπερτ είχε δυσλεξία, και όπως είχε πει στο Texas Monthly το 1998, αποφοίτησε από το λύκειο μόνο επειδή οι καθηγητές του συμπαθούσαν τη μητέρα του, η οποία έπαιζε μπριτζ μαζί τους.
Ο πατέρας του τον γοήτευε με ιστορίες — συμπεριλαμβανομένων των αναμνήσεών του από την κηδεία του Κλάιντ Μπάροου — και τον πήγαινε σινεμά τρεις φορές την εβδομάδα.
«Έγινα αφηγητής ιστοριών απλώς παρακολουθώντας τις ιστορίες στην οθόνη», είπε το 2007. Ο Μπέντον έγινε ο πρώτος στην οικογένειά του που πήγε στο κολέγιο όταν έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν, για να σπουδάσει τέχνη. Φιλοδοξούσε να κάνει καριέρα ως ζωγράφος, και οι πίνακές του για ένα παλαιότερο, εξαφανιζόμενο Τέξας απέσπασαν επαίνους.
Esquire, Broadway, κάμερα, πάμε
Αφού αποφοίτησε το 1953 με πτυχίο καλών τεχνών, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μετά από ένα εξάμηνο ο Μπέντον δεν είχε πλέον χρήματα και κατατάχθηκε στον στρατό. Απολύθηκε ως δεκανέας.
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, βρήκε μια σειρά από δουλειές πριν προσληφθεί το 1957 ως βοηθός καλλιτεχνικού διευθυντή στο περιοδικό Esquire.
Ο Μπέντον ήταν καλλιτεχνικός επιμελητής του περιοδικού από το 1958 έως το 1964 και συνεργάτης επιμελητής από το 1964 έως το 1972.
Αυτός και ο Ντέιβιντ Νιούμαν δημιούργησαν τα Dubious Achievement Awards του περιοδικού, μια μακροχρόνια στήλη που έριχνε μια χιουμοριστική ματιά στα γεγονότα της προηγούμενης χρονιάς.
Ο Μπέντον σταδιακά μετατόπισε το ενδιαφέρον του στη συγγραφή. Το 1959 αυτός και ο Χάρβεϊ Σμιτ, ο οποίος αργότερα έγραψε τη μουσική για το μακροχρόνιο Off Broadway σόου The Fantasticks, συνεργάστηκαν στο The In and Out Book, έναν οδηγό για την κομψότητα της μεγάλης πόλης. Μαζί έγραψαν το σατιρικό Extremism: A Non Book το 1964 και το βιβλίο It’s a Bird … It’s a Plane … It’s Superman, ένα βραχύβιο μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ βασισμένο στο κόμικ με μουσική του Τσαρλς Στράους και στίχους του Λι Άνταμς, το 1966.
Από το 1964 έως το 1974 οι φίλοι και συνεργάτες έγραφαν μια στήλη με τίτλο Man Talk για το Mademoiselle και απολάμβαναν τους δημιουργούς που εκτιμούσαν.
Αγαπούσαν τα έργα σπουδαίων σκηνοθετών ανά τον κόσμο. Από τους Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Φεντερίκο Φελίνι και Ακίρα Κουροσάβα στους Χάουαρντ Χοκς και ο Τζον Φορντ. Η αγάπη τους για τον κινηματογράφο τους οδήγησε να προσπαθήσουν να γράψουν μια δική τους ταινία.
Δημιουργός εύθραυστων, μικρών πραγμάτων

Με το ενδιαφέρον τους για την Μπόνι Πάρκερ και τον Κλάιντ Μπάροου να έχει ανανεωθεί από μια βιογραφία του Τζον Ντίλιντζερ, επισκέφθηκαν το Τέξας για να πάρουν συνεντεύξεις από ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν τους δύο ληστές. Στη συνέχεια, άρχισαν να μετατρέπουν την έρευνά τους σε σενάριο.
Οι δύο τους συνεργάστηκαν στενά τα επόμενα χρόνια. Έγραψαν τα γουέστερν There Was a Crooked Man … του 1970, με πρωταγωνιστές τον Κερκ Ντάγκλας και τον Χένρι Φόντα και ο Μπέντον σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, το Bad Company, με τον Τζεφ Μπρίτζες στον κεντρικό ρόλο.
Ο πολυσχιδής δημιουργικός Τεξανός συμμετείχε στη συγγραφή της φαρσοκωμωδίας του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς Μια Τρελή Τρελή Καταδίωξη (What’s Up Doc? 1972), με πρωταγωνιστές τους Μπάρμπρα Στρέιζαντ και Ράιαν Ονίλ και ήταν ένας από τους πολλούς συγγραφείς που συνέβαλαν στην ιστορική επιθεώρηση Ω! Καλκούτα! η οποία παιζόταν στο Μπρόντγουεϊ από το 1969 έως το 1972 και αναβίωσε το 1976.
«Είμαι σκηνοθέτης μικρών πραγμάτων», έλεγε ο Μπέντον, ένας δημιουργός πραγματικά φιλοσοφημένος για τις άμπωτες και τις πλημμυρίδες της επιτυχίας.
Ήξερε, είπε στους Times το 1984, ότι αν μια ταινία πετύχει, είναι «μόνο θέμα χρόνου να μην πετύχει κάτι άλλο».
«Το μόνο που έχει σημασία είναι απλώς να συνεχίσεις να δουλεύεις» πρόσθεσε.

- Το μήνυμα της Ένωσης Παικτών της Euroleague στον Ιωάννη Παπαπέτρου (pic)
- Μπιγιονσέ: Μαζί με τον Jay-Z στη σκηνή μετά από 7 χρόνια
- Διαφωνία έξι σημαντικών κρατών του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας στις τουρκικές θέσεις για Κύπρο και Θράκη
- Παύλος Μαρινάκης για Ομάδα Αλήθειας: Κούρασε το θέμα, το μόνο «έγκλημα» είναι να μην είναι Αριστεροί
- «Χαμογέλα και πάλι!» με τη Σίσσυ Χρηστίδου: Στην πρώτη θέση το Σάββατο 21 και την Κυριακή 22/6
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις