Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
weather-icon 21o
Μπαλαμπανίδης: «Η απόφαση για τις αμβλώσεις είναι το τραγικό παράδειγμα των “πολέμων της κουλτούρας”»

Μπαλαμπανίδης: «Η απόφαση για τις αμβλώσεις είναι το τραγικό παράδειγμα των “πολέμων της κουλτούρας”»

«Ζούμε σε έναν κόσμο οξύτατων συγκρούσεων και πολώσεων και το ζήτημα δεν είναι εάν μας αρέσει ή όχι, αλλά πώς αυτές μπορούν να διαμεσολαβηθούν πολιτικά» λέει ο συγγραφέας και πανεπιστημιακός σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη για τον λαϊκισμό, τις γαλλικές εκλογές, το χάσμα των γενεών και τη διάκριση Αριστεράς - Δεξιάς

Πολιτικός επιστήμονας, συγκριτολόγος, αλλά και συγγραφέας, ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης τολμάει θαρρετά να καταδυθεί στις σύγχρονες έννοιες και πολιτικές αντιπαραθέσεις κρατώντας τα εργαλεία της επιστήμης του, αλλά και έχοντας γνώση όλων των νέων τάσεων και προβληματισμών.

Ετσι το τελευταίο του δοκίμιο με τίτλο «ΟΚ boomer – Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης. Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς» από τις εκδ. Πόλις, καταπιάνεται με όσα απασχολούν τον λόγο, δημόσιο και ιδιωτικό, όπως τις πολλαπλές χρήσεις του λαϊκισμού, της γενιές και το χάσμα τους, τους μπούμερ και τη γενιά της επισφάλειας, την Ακροδεξιά, αλλά και την αιώνια αντίθεση Αριστεράς – Δεξιάς που μοιάζει να αναβιώνει ή να επανέρχεται δυναμικά.

Στην ανάγνωση του Μπαλαμπανίδη τέμνονται και τα pop συμπτώματα ή φαινόμενα, συχνά εκκινεί από μια σειρά ή ένα hashtag στα κοινωνικά δίκτυα για να εκβάλει στις δικές του πολιτικές ανατομίες σε μια εποχή που η ρευστότητα είναι απαγορευτική των δογματισμών και των απλών σχημάτων.

Δεν θα μπορούσα μιλώντας με έναν πολιτικό επιστήμονα-συγκριτολόγο να μην ξεκινήσω από τα πρόσφατα αποτελέσματα στη Γαλλία. Θεωρείτε πως ηττήθηκε ο μακρονικός Κεντρισμός και επανερχόμαστε σε μια νέα διαίρεση Αριστεράς – Δεξιάς;

Νομίζω ότι θα ακριβολογούσαμε εάν λέγαμε ότι έφτασε στα όριά του το φιλόδοξο εγχείρημα να συγκροτηθεί ένας αυτοτελής κεντρώος χώρος, μέσα από τη διαρκή αντιπαράθεσή του με τα «άκρα» και την υπέρβαση της υποτίθεται παρωχημένης διάκρισης Αριστερά – Δεξιά – παραδόξως, στη χώρα που τη γέννησε.

Γιατί συνέβη αυτό;  

Μία πιθανή απάντηση είναι ότι δεν κατάφερε, ή δεν θέλησε, να «ακούσει» και να αντιπροσωπεύσει το κοινωνικό ζήτημα, όπως το είδαμε να αναδύεται λ.χ. με τα Κίτρινα Γιλέκα, με τρόπο άναρθρο μεν, ωστόσο εξαιρετικά ορατό. Η κοινωνιολογία της ψήφου είναι αποκαλυπτική: ενώ το 2017 το εκλογικό ακροατήριο του Μακρόν ήταν ηλικιακά, κοινωνικά, ταξικά ισορροπημένο, το 2022 επικράτησε σαφώς μόνο στους κατεξοχήν «insiders», στις μεγαλύτερες ηλικίες και στις ανώτερες τάξεις.

Αντίθετα, οι «outsiders» στράφηκαν εναντίον του: τα νεανικά και πιο δυναμικά ακροατήρια μοιράστηκαν μεταξύ Μελανσόν και Λεπέν, ενώ τα πληβειακά στρώματα των πόλεων στράφηκαν στον Μελανσόν και της βαθιάς επαρχιακής Γαλλίας στη Λεπέν.

Οπως υποστηρίζω και στο βιβλίο, ζούμε σε έναν κόσμο οξύτατων συγκρούσεων και πολώσεων. Το ζήτημα δεν είναι εάν μας αρέσει ή όχι, αλλά πώς αυτές μπορούν να διαμεσολαβηθούν πολιτικά. Ενας κεντρισμός που θεωρεί ότι όλα είναι θέμα αποτελεσματικής διαχείρισης αναπόφευκτα χάνει κάτι σημαντικό από τις τεκτονικές κινήσεις στο κοινωνικό πεδίο.

Ο Μελανσόν, και συνεχίζοντας λίγο τα της Γαλλίας, κατάφερε να θέσει εκ νέου στο Κέντρο ένα αριστερό πρόγραμμα με επιθετικό τρόπο ή και αυτός μετατοπίστηκε πιο κεντρώα σε σχέση με τον πρότερο εαυτό του για να επιτύχει την επιστροφή του;

Εκανε και τα δύο. Από τη μία, ξεπέρασε τον εθνοκεντρισμό και τον ευρωσκεπτικισμό που εξέφραζε το 2017, πράγμα που του επέτρεψε να επικοινωνήσει με πιο μετριοπαθή ακροατήρια, και από την άλλη, διαβλέποντας το κενό που άφηναν οι Σοσιαλιστές, πρότεινε μια «επιθετική» αριστερόστροφη ταυτότητα, ανανεωμένη και με αυτοπεποίθηση, η οποία συνδύαζε μια επεκτατική οικονομική πολιτική (κρατικιστική θα πουν κάποιοι, υπερβολικά μετριοπαθή λέει ο Τομά Πικετί) με μια φυσιογνωμία πολιτισμικής Αριστεράς.

Αυτή η ενδιαφέρουσα σύνθεση αντικατοπτρίζεται και στο πολιτικό προσωπικό που ανέδειξε, άντρες και (πολλές) γυναίκες, με προφίλ «κανονικών» ανθρώπων σε επαφή με τις κοινωνικές ευαισθησίες. Ετσι, προκάλεσε ένα πολιτικό γεγονός. Και πάντως, είναι μάλλον υγιές για τη Ρεπουμπλίκ ότι δεν είναι πια η Ακροδεξιά της Λεπέν αυτή που αντιπροσωπεύει προνομιακά τις δυσφορίες των «από κάτω».

Στο νέο σας δοκίμιο «ΟΚ Boomer – Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης. Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς», Πόλις, 2022, βάζετε ερωτήματα και ψηλαφίζετε αναστοχαστικά και προωθητικά την έννοια του λαϊκισμού. Την ακούμε όλο και περισσότερο – και στη Γαλλία και στην Ελλάδα. Εσείς πώς ορίζετε τον λαϊκισμό;

Ισχυρίζομαι ότι έχουμε πάθει υπερβολική δόση «λαϊκισμού». Αν όλα είναι λαϊκισμός, τελικά τίποτα δεν είναι λαϊκισμός. Εάν θέλουμε να διασώσουμε την αναλυτική αξία της έννοιας, θα πρέπει να επιστρέψουμε σε έναν μινιμαλιστικό ορισμό της: ο λαϊκισμός ως πολιτικό στυλ που αντιπαραθέτει τον «λαό» στις «ελίτ», στους «μεγάλους», στους «ξένους».

Ενα στυλ όμως που συνάπτεται δυνητικά με όλες τις ιδεολογίες – και το μείζον εδώ δεν είναι το στυλ, αλλά η ιδεολογία, η κοσμοθεωρία. Ολα τα κόμματα μπορεί να έχουν τη λαϊκιστική «στιγμή» τους, ωστόσο δεν είναι αυτό που καθορίζει μια για πάντα τη φυσιογνωμία τους.

Μιλώντας για τη Γαλλία, εάν θεωρήσουμε τον Μελανσόν και τη Λεπέν απλώς δύο κατοπτρικές εκδοχές λαϊκισμού, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε γιατί απαντούν επιτυχημένα, αλλά με διαφορετικό τρόπο, στο κοινωνικό ζήτημα («δικαιωματικά» ο μεν, εθνοφυλετικά η δε), ούτε γιατί έχουν διαφορετικά κοινωνικά ακροατήρια.

Το σχήμα ή δίπολο λαϊκισμού – αντιλαϊκισμού έχει κοινό αντιπολιτικό παρονομαστή και γιατί;

Δεν αρνούμαι ότι ο λαϊκισμός υπάρχει και παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι κατασκευάζει ένα πολεμικό σχήμα κατανόησης του κόσμου: λαός Vs ελίτ. Ωστόσο, ο ομοιογενής «λαός» του λαϊκισμού δεν υπάρχει, είναι μια φαντασιακή κατασκευή, και δη αντιδημοκρατική: ο λαός σε μια δημοκρατία διαπερνάται από πολλαπλές διαιρέσεις, συγκρούσεις, ανισότητες, είναι κάθε άλλο παρά ενιαίος.

Επιπλέον, ένα τέτοιο πολεμικό σχήμα πολύ εύκολα «γλιστράει» από τον πολιτικό αντίπαλο στον εχθρό. Κάτι ανάλογο κάνει και ένας ορισμένος αντιλαϊκισμός: περιγράφοντας κάθε αντίπαλο ως «ανορθολογικό λαϊκιστή», τον ταυτίζει με το απόλυτο πολιτικό κακό. Ηθικολογεί, αντί να κάνει πολιτική.

Σήμερα εν τέλει πάμε ξανά σε μια διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς ή και στις δύο αυτές νεωτερικές έννοιες οφείλουμε να δώσουμε νέο περιεχόμενο;

Δεν πιστεύω ότι «επιστρέφουμε» σε μια διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς, διότι δεν έπαψε ποτέ να είναι παρούσα και να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον χαοτικό κόσμο που μας περιβάλλει. Είναι επίσης η κατεξοχήν πολιτική διάκριση, όσο και αν σε ορισμένες συγκυρίες «θολώνει» καθώς αναδύονται άλλες, χωρίς όμως ιστορικό βάθος (μνημόνιο – αντιμνημόνιο κ.ο.κ.).

Ταυτόχρονα, το περιεχόμενό της δεν είναι αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο. Ας σκεφτούμε πώς τη μετασχηματίζουν οι σημερινές πολώσεις γύρω από ζητήματα όπως ο σεξουαλικός αυτοπροσδιορισμός, οι έμφυλες διακρίσεις και η πατριαρχία (#MeToo), ο θεσμικός ρατσισμός (Black Lives Matter), η κλιματική αλλαγή, ο αναστοχασμός των σκοτεινών όψεων της ιστορίας του λευκού δυτικού άνδρα.

Η απόφαση του αμερικανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις αμβλώσεις είναι χαρακτηριστικό, αν και τραγικό, παράδειγμα των «πολέμων της κουλτούρας» που μαίνονται σήμερα.

Η Ακροδεξιά, που επίσης σας απασχολεί στο δοκίμιό σας, είναι εδώ ως νοσταλγία ενός βιομηχανικού καπιταλισμού, ως αντίδραση στις δικαιωματικές πολιτικές και στη μεταϋλιστική ατζέντα ή συνδυάζει κι άλλα δεδομένα και ταυτότητες που την καθιστούν απειλητική;

Η νεοσυντηρητική αντεπίθεση προσφέρει πειστικές απαντήσεις, είτε μας αρέσει είτε όχι. Διαμορφώνει μια συνεκτική alt-Right φυσιογνωμία, που διαβρώνει εκ των έσω τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα (ΗΠΑ) ή τα υπερφαλαγγίζει (Γαλλία).

Προσφέρει μια εξαιρετικά πολιτική απάντηση στις δυσφορίες των χαμένων της παγκοσμιοποίησης – τι άλλο ήταν η «ασφάλεια» που υποσχέθηκε διά του προστατευτισμού και της αντιμεταναστευτικής πολιτικής ο Τραμπ; – και ριζοσπαστικοποιεί κλασικές συντηρητικές αξίες, αλλά τοποθετώντας τες σε μοντέρνο πλαίσιο.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο μιλάει για τις αμβλώσεις ως «δικαίωμα υπέρ της ζωής» ή η ανάδειξη μιας οικολογίας που ταυτίζει τη φύση με τη (φυλετική) ρίζα. Κυρίως, σηκώνει αποφασιστικά το γάντι ενάντια στις «φιλελεύθερες προνομιούχες ελίτ» που μας ζαλίζουν, υποτίθεται, με τα δικαιώματα της παραμικρής μειοψηφίας, αγνοώντας τις αγωνίες των απλών ανθρώπων.

Σήμερα επίσης βλέπετε μια επιστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας στα ευρωπαϊκά (Πορτογαλία, Ισπανία κα) ή για να συντελεστεί αυτό ο χώρος οφείλει να ξορκίσει τον Τρίτο Δρόμο και να επαναπροσεγγίσει τα νέα εργατικά στρώματα και με όρους ταυτότητας;

Το γάντι σηκώνεται σιγά σιγά και από την άλλη πλευρά. Πράγματι, είναι ορατή μια επιστροφή της προοδευτικής πολιτικής, σε ποικίλες «πειραματικές» εκδοχές της: στη Γερμανία αλλά και στη Σκανδιναβία, με διαφορετικό τρόπο στην Ιβηρική, στη Νέα Ζηλανδία ή στις ΗΠΑ.

Τις συνδέει, ενδεχομένως, ένα κοινό νήμα. Αναγνωρίζουν την ανάγκη να αντιπαραθέσουν στη νεοσυντηρητική αντεπίθεση μια ισχυρή πολιτική ταυτότητα, η οποία θα συνθέτει τα πιο προωθημένα φιλελεύθερα αξιακά αιτήματα με τη μέριμνα για την υλική επισφάλεια και τις ανισότητες.

Ολα αυτά προϋποθέτουν αυτό που έχει πει η Σέρι Μπέρμαν, ότι στις καλύτερες στιγμές της η προοδευτική πολιτική έδινε το πρωτείο στην πολιτική παρέμβαση, ενάντια στους σιδερένιους νόμους της ιστορίας, των αγορών, της παγκοσμιοποίησης.

Σημαίνουν επίσης έναν κριτικό αναστοχασμό της περιόδου του Τρίτου Δρόμου, που μπορεί να προσέφερε μια πολύτιμη ανανέωση, αλλά σήμανε και μια μακροπρόθεσμη ρήξη της προοδευτικής πολιτικής με ζωτικές πηγές της. Το κεντρικό τότε σύνθημα, ότι «η πολιτική δεν είναι αριστερή ή δεξιά, αρκεί να είναι αποτελεσματική», μοιάζει σήμερα ξεπερασμένο.

Τελικά, τι καθορίζει τις ηγεμονίες, ο πολιτισμός ή η οικονομία (bread and butter);  

Και τούτο ποιείν, κακείνο μη αφιέναι. Δεν υπάρχει ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο που να μην προσφέρει μια πειστική σύνθεση αυτών των δύο. Διαφορετικά, υποπίπτει είτε στο μαρξιστικό αμάρτημα του οικονομισμού, είτε εξαντλείται σε μια υπερφιλελεύθερη αξιακή πολιτική για τους «happy few», η οποία μπορεί πολιτισμικά να είναι προχωρημένη, αλλά αποκόπτεται από την κρίσιμη λαϊκή ρίζα της.

Το πρόσφατο βιβλίο του Μάικλ Σαντέλ «Η τυραννία της αξιοκρατίας» ασκεί καταλυτική κριτική σε αυτήν την αντίληψη, που επί χρόνια υπονόμευσε την κοινωνική γείωση των Δημοκρατικών στην Αμερική.

Το πολιτικώς ορθό είναι μια συμπεριφορά ή ένα γεγονός που οφείλουν οι προοδευτικές δυνάμεις να υπερασπίζονται ή απαιτείται και σε αυτό μια κριτική;

Δεν υπάρχει τίποτα υπεράνω κριτικής, και η πολιτική ορθότητα πράγματι όχι σπάνια οδηγεί, όταν εργαλειοποιείται, σε στάσεις ανελεύθερες. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου είναι επί της αρχής υπερασπίσιμη, διότι ακριβώς αποτελεί έναν αναστοχασμό του τρόπου με τον οποίο συμπεριφερόμαστε στη δημόσια σφαίρα.

Δεν συμφωνώ ότι είναι ένας μηχανισμός λογοκρισίας, ένας νέος κομφορμισμός. Αντίθετα, είναι ένας άτυπος μηχανισμός συλλογικής διαπαιδαγώγησης ως προς τον δημόσιο λόγο – και ξέρουμε ότι με τις λέξεις κάνουμε πράγματα. Το να «εκπαιδευτούμε» σε έναν τρόπο δημόσιας έκφρασης που δεν θίγει εκείνους και εκείνες που υφίστανται διακρίσεις, τους πιο αδύναμους, δεν είναι λογοκρισία, αλλά αυτοπεριορισμός αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινότητα ισότιμων πολιτών.

Εξάλλου, πάντα τα όρια του λόγου είναι διακύβευμα, ανάλογα με τις ευαισθησίες κάθε εποχής. Σε τελική ανάλυση, δεν απαγορεύεται να κάνεις πλάκα, ακόμη και με τον πιο ανίερο τρόπο, αλλά εις βάρος των ισχυρών, όχι ενάντια στις «αδερφές», τους «χοντρούς» ή τους «αράπηδες».

Είναι πιο προοδευτική η γενιά Ζ σε σχέση με την Χ;

Η διάσταση των γενεών είναι εξαιρετικά γόνιμη. Κατ’ αρχάς, μερικές από τις πιο κρίσιμες πολώσεις σήμερα είναι γενεακές: τόσο επειδή οι νεότερες γενιές μπαίνουν στον κόσμο ολοένα πιο μορφωμένες και διεθνοποιημένες, αλλά σε συνθήκες μεγαλύτερης υλικής επισφάλειας, όσο και επειδή οι millennials (συμβατικά οι γεννημένοι μεταξύ 1981-1996) και η gen Z (1997-2012) φαίνεται να είναι περισσότερο αξιακά προωθημένοι από τους boomers (1946-1964) ή την gen X (1965-1980).

Ταυτόχρονα, μοιάζει να διαθέτουν έντονη αυτοσυνείδηση, όχι ως ενιαίο συλλογικό σώμα, αλλά ως σύνολο εξατομικευμένων βιογραφιών που όμως καθορίζονται από κοινές, οικουμενικής εμβέλειας συνθήκες (ψηφιακός κόσμος, διαδοχικές κρίσεις). Φυσικά, η νεότητα δεν είναι τεκμήριο προοδευτικότητας: η Λεπέν έχει διείσδυση στις νεαρές ηλικίες, ο alt-Right Σεμπάστιαν Κουρτς έγινε καγκελάριος της Αυστρίας στα 34.

Παραμένει, ωστόσο, γεγονός ότι οι γενιές αυτές είναι καλοί αγωγοί των νέων αξιακών ρευμάτων και εννοιών που προσδιορίζουν μια νέου είδους πολιτικοποίηση, όπως η intersectionality (διαθεματικότητα), το σημείο τομής πολλαπλών διακρίσεων και ανισοτήτων.

Αυτές τις νέες δυναμικές πολιτικοποίησης, μαζί με το πολιτισμικό σύμπαν μες στο οποίο παράγονται (από τα social media μέχρι το Netflix και το Spotify), οφείλει να τις λαμβάνει σοβαρά υπόψη τόσο η πολιτική ανάλυση όσο και η πολιτική καθαυτή, ανιχνεύοντας δεσμούς εκπροσώπησης για αυτές τις καινούργιες ευαισθησίες.

Διαφορετικά, κινδυνεύει να εισπράξει ένα μεγαλοπρεπές «OK, boomer».

Sports in

O Τζόλης των 17 γκολ και η… αδικία του Πογέτ (vids)

Ο Γκουστάβο Πογέτ δεν έκανε σωστή διαχείριση στο ματς με τη Γεωργία και αυτό φαίνεται από τον Χρήστο Τζόλη, που είναι ο πιο φορμαρισμένος Έλληνας παίκτης αυτή τη στιγμή και ήταν εκτός αποστολής.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024